IgM

εικόνα 1.δομή ισοτύπων ανοσοσφαρινών. Η ανοσοσφαιρίνη Μ (IgM), βασικό, πρωτογενές  αντίσωμα έναντι των Α και Β αντιγόνων των ερυθρών αιμοσφαιρίων, παράγεται από τα Β-λεμφοκύτταρα. Είναι το αφθονότερο στην κυκλοφορία και το πρώτο που διατίθεται έναντι εξωγενούς αντιγονικής εισβολής[i]. Πρόκειται περί πενταμερών (ή και εξαμερών) μορίων, που αποτελούνται από μόρια ανοσοσφαιρίνης, συνδεόμενα με δισουλφιδικούς δεσμούς, σχηματίζοντας, έτσι, μεγάλα μόρια (900 kDA). Θεωρητικά, επειδή κάθε μονομερές έχει δύο θέσεις δεσμεύσεως αντιγόνων, κάθε πενταμερές δεσμεύει 10 μόρια αντιγόνου, ταυτόχρονα, αλλά αυτό δεν παρατηρείται στην πράξη, επειδή, τα αντιγονικά μόρια, λόγω του συνήθως μεγάλου μεγέθους του μορίου τους,  επικαλύπτουν θέσεις δεσμεύσεως, πέραν εκείνης στην οποία προσηλώνονται. Εκτός από τις βαριές και ελαφριές αλυσίδες, οι περισσότερες πενταμερείς μορφές φέρουν μια πρόσθετη αλυσίδα, την J, στο κέντρο της πενταμερούς διατάξεως, άγνωστης, ουσιωδώς, λειτουργίας.

Λόγω του μεγάλου μεγέθους τους, οι ΙgM διαχέονται με δυσχέρεια και εμφανίζονται στο διάμεσο χώρο σε πολύ χαμηλές συγκεντρώσεις. Η IgM συγκεντρώνεται, κυρίως, στον ορό, αν και λόγω της αλυσίδας J μπορεί να συμπεριφέρεται ως εκκριτική ανοσοσφαιρίνη. Είναι ιδιαίτερα δραστική στην ενεργοποίηση του συμπληρώματος,  προκαλώντας τη σύνδεση του C3b με το αντιγόνο, αλλά έχει περιορισμένη οψωνική δραστηριότητα[ii].   

Η IgM, σε φυσιολογικό ορό, συχνά ευρίσκεται συνδεδεμένη με αντιγόνα, ακόμη και απουσία προηγούμενης εκθέσεως, για αυτό και από μερικούς καλείται ”φυσικό αντίσωμα”.

Οι IgM  εμφανίζονται ενωρίς στην πορεία μιας λοιμώξεως, και, συνήθως, επανεμφανίζονται σε μικρότερη έκταση μετά επανέκθεση. Δεν διαπερνούν τον ανθρώπινο πλακούντα (μόνο οι IgG). Εισφέρουν στη διάγνωση των λοιμώξεων, καθώς η αύξησή τους στον ορό δηλώνει πρόσφατη λοίμωξη. 

Οι IgM αυξάνονται επί, μακροσφαιριναιμίας Waldenström· τρυπανοσωμιάσεως· ακτινομυκώσεως· βαρονελλώσεως (νόσου Carriόns)· ελονοσίας· λοιμώδους μονοπυρηνώσεως· ερυθηματώδους λύκου· ρευματοειδούς αρθρίτιδας· δυσγαμμασφαιριναιμίας.

ΟΙ IgM μειώνονται επί αγαμμασφαιριναιμίας· λεμφοπολλαπλασιαστικών νόσων· λεμφοειδούς απλασίας· μυελώματος τύπου IgA και IgG· δυσγαμμασφαιριναιμίας· χρόνιας λεμφοβλαστικής λευχαιμίας.

 

[i] Houghton Mifflin Company, 2004. "Immunoglobulin M." The American Heritage Dictionary of the English Language, Fourth Edition. 2007

[ii] Wellek, B.; Hahn, H., Opferkuch, W. (1 February 1976). "Opsonizing activities of IgG, IgM antibodies and the C3b inactivator-cleaved third component of complement in macrophage phagocytosis". Agents and Actions 6 (1–3): 260–262