IL1

Η βασικότερη πηγή IL1 είναι τα μονοκύτταρα και  τα ανθρώπινα κερατινοκύτταρα, που εκφράζουν κυρίως IL1-β. Παράγεται ακόμη και από ενεργοποιημένα μακροφάγα (κυψελιδικά μακροφάγα και κύτταρα Kupfer) και από περιφερικά ουδετερόφιλα  κοκκιοκύτταρα, ενδοθηλιακά κύτταρα, ινοβλάστες, λεία μυϊκά κύτταρα, κύτταρα Langerhans, αστροκύτταρα,  οστεοκλάστες και επιθηλιακά κύτταρα. Επίσης παράγεται από Τ-κύτταρα, Β-κύτταρα, ΝΚ-κύτταρα και κύττταρα του μελανώματος. Η απελευθέρωση της IL1 από τα μακροφάγα ενεργοποιείται από την ιστογρανίνη.  

Η IL1-α και η IL1-β είναι βιολογικά ισοδύναμες και δρουν τοπικά και συστηματικά. Η πληθώρα των βιολογικών τους δράσεων αποδεικνύεται από την πληθώρα των ακρονυμίων, που κατα καιρούς έχουν λάβει. Μερικές από τις δράσεις τους εμφανίζονται έμμεσα, με την επαγωγή άλλων μεσολαβητών, όπως της ACTH, της PGΕ2, του PF4, του CSF, της IL6 και IL8.

Η κύρια βιολογική δράση της IL1 είναι η διέγερση των T-Helper-λεμφοκυττάρων, που επάγονται να εκκρίνουν IL2 και να εκφράσουν IL2 υποδοχείς. Προσβεβλημένα από ιούς μακροφάγα παράγουν μεγάλα ποσά αναστολέων IL1, που μπορεί να υποστηρίζουν ευκαιριακές λοιμώξεις και το μετασχηματισμό των κυττάρων, σε ασθενείς με έλλειμμα Τ-κυττάρων. Η IL1 δρα απ΄ευθείας στα Β-κύτταρα επάγοντας τον πολλαπλασιασμό τους και τη σύνθεση ανοσοσφαιρινών. Επιπλέον, καθιστά τα Β-κύτταρα ευαίσθητα έναντι της IL5. Διεγείρει τον πολλαπλασιασμό και την ενεργοποίηση των ΝΚ-κυττάρων, των ινοβλαστών και των θυμοκυττάρων. Έχει δειχθεί ότι είναι ακτινοπροστατευτική· και έχει αντιπαραγωγικές και κυτοκτόνες ιδιότητες έναντι ποικιλίας νεοπλασματικών κυττάρων. Υποστηρίζει την κυτοτοξικότητα των νεοπλασματικών κυττάρων των μονοπυρήνων και επάγει τη συρρίκνωση του όγκου. Είναι κυτοτοξική για τα Β-κύτταρα των νησιδίων Langerhans του παγκρέατος, που παράγουν ινσουλίνη. Αναστέλλει την ανάπτυξη των ενδοθηλιακών κυττάρων in vivo και in vitro και των ηπατοκυττάρων μικρών πειραματοζώων. Προκαλεί ποικιλία μεταβολών στη λειτουργία των ενδοθηλιακών κυττάρων in vivo. Προάγει τις θρομβωτικές διεργασίες και καταστέλλει τους αντιπηκτικούς μηχανισμούς. Διαδραματίζει έτσι, σημαντικό ρόλο σε παθολογικές καταστάσεις, όπως η φλεβική θρόμβωση, η αρτηριοσκλήρυνση, η αγγειΐτιδα, και η διάχυτη ενδαγγειακή πήξη.

Προάγει την προσκόλληση των ουδετεροφίλων, των μονοκυττάρων, των Τ- και Β-κυττάρων, ενισχύοντας την έκφραση μορίων συγκολλήσεως, όπως το CAM-1, το ELAΜ, ενώ μειώνει την έκφραση της θρομβομοντουλίνης. Επηρεάζει τη φυσική δραστηριότητα των κυττάρων Langerhans, που τα μετατρέπει σε δυναμικά ανοσοδιεγερτικά δενδριτικά κύτταρα. Έτσι, τα κύτταρα Langerhans αποτελούν μια in situ εφεδρική δεξαμενή άωρων δενδριτικών κυττάρων.

 Σε συνδυασμό με άλλες κυτοκίνες αποτελεί σημαντικό μεσολαβητή φλεγμονωδών εξελίξεων. Η IL1 επάγει το μεταβολισμό του αραχιδονικού οξέος, ιδιαίτερα προς την κατεύθυνση της προστακυκλίνης και της pGE2 στα κύτταρα της φλεγμονής, όπως οι  ινοβλάστες, τα χονδροκύτταρα, τα ενδοθηλιακά κύτταρα, τα ηπατοκύτταρα και τους οστεοκλάστες και επάγει την απελευθέρωση πρωτεϊνών της φλεγμονής, όπως οι ουδέτερες πρωτεάσες (κολλαγενάση, ελαστάση και ενεργοποιητής του πλασμινογόνου). Ασκεί έντονη χημοτακτική δράση για τα λευκοκύτταρα. In vivo, ένεση IL1 προκαλεί τη συγκέντρωση λευκοκυττάρων στη θέση της ενέσεως. Επιπλέον ενεργοποιεί τον οξειδωτικό μεταβολισμό στα ουδετερόφιλα. Σε συνδυασμό με τον TNF-α ((à74, 85, 87, 91-95, 144,212, 213, 307, 359, 502, 1009, 1105-06, 1294, 1356) φαίνεται ότι εμπλέκεται στη γένεση των λυτικών βλαβών των οστών, καθώς ενεργοποιεί τους οστεοκλάστες, και επομένως, καταστέλλει το σχηματισμό νέου οστού. Αλλά χαμηλές συγκεντρώσεις, αντίθετα, φαίνεται ότι επάγουν το σχηματισμό νέου οστού. Αναστέλλει το ένζυμο λιπάση της λιποπρωτεΐνης στα λιπώδη κύτταρα.

Ρυθμίζει την ηλεκτροφυσιολογική συμπεριφορά των νευρώνων και ενεργοποιεί τον άξονα υποθάλαμος-υπόφυση-επινεφρίδια.

Η ιντερλευκίνη -1, IL-1, αυξάνεται στους πνεύμονες ασθενών με ΧΑΠ ή άσθμα. Η παραγωγή χημοελκυστών και μεταλοπρωτεασών δικτύου υξάνεται επί IL-1, η χρόνια παραγωγή της οποίας στα επιθηλιακά πνευμονικά κύτταρα ενηλίκων πειραματοζώων προκαλεί φλεγμονή, επμήκλυνση των άπω αεροχώρων, υπερπλασία των τραχειοβρογχικών αδένων και ίνωση των αεραγωγών. Η IL-1β μπορεί να επάγει την ιστική βλάβη και να εισφέρει στην ανάπτυξη της ινώσεως (&). Εϊναι ενδιαφέρον να τονιστεί ότι η IL-1β που επάγει την ΙΠΙ συνδέεται με την αυξημένη έκφδραση του TNF-a, δηλώνοντας, έτσι, ότι οι δύο παράγοντες μπορεί να συνδέονται  μηχανιστικά. Τα ουδετερόφιλα που εκκρίνουν χημοκίνες CXC  (1 και2) μπορούν, ακλόμη να ενισχυθούν από την IL-1β όπως κια οι προϊνωτικές κυτοκίνες, RDGF και TGF-β1, γεγονός που αναδεικνύει τον τρόπο με τον οποίο η οξεία πνευμονική βλάβη μπορεί να πυροδοτήσει εξελίξεις προς εξελικτική ίνωση (&). 

ιντερλευκίνη