Γλουταθειονική περοξειδάση

 Για τη διατήρηση της ιστικής ομοιοστάσεως είναι απαραίτητοι αναστολείς των ριζών οξυγόνου. Τα μακροφάγα περιέχουν ένζυμα, όπως οι δεσμουτάσες , η καταλάση (à694) και η γλουταθειονική υπεροξειδάση , που αδρα­νο­ποιούν τις τοξικές ρίζες και προστατεύουν το κυτταρικό τοίχωμα και τους ιστούς. Η δεσμουτάση των ανιόντων υπεροξειδίου καταλύει την παραγωγή υπεροξειδίου του υδρογόνου, που πάλι, καταλύεται από το ένζυμο καταλάση. Υπάρχουν και άλλοι μη ειδικοί καταλύτες, όπως η βιταμίνη C, αλλά η σχετική σημασία τους in vivo, δεν έχει διακριβωθεί. Οι οξυγονο­εξαρ­τώ­μενοι παράγοντες μπορεί να συνδυασθούν και να ασκήσουν μικρο­βιο­κτό­νο δράση συνεργητικά. Πχ., η μυελοπεροξειδάση, ενούμενη με υπερο­ξεί­διο του υδρογόνου και Cl- , συνεπάγεται το σχηματισμό υποχλωρικού οξέ­ος, που είναι ισχυρότερο αντιμικροβιακό, παρ΄ό,τι τα τρία συστατικά χωριστά. Υπάρχουν διάφοροι μηχανισμοί, μέσω των οποίων τα ενεργο­ποι­η­μένα αλίδια (halide)  προκαλούν βλάβη στους μικροοργανισμούς, όπως η αλογονοποίηση του κυτταρικού τοιχώματος ή η αποκαρβοξυλίωση των αμινοξέων (à881), που απολήγει στην παραγωγή τοξικών αλδεϋδών.

η βιοσύνθεση της γλουταθειόνης και ο κύκλος redox στα πνευμονικά κύτταρα

Εκτός της ενδοκυττάριας καταστροφής ξένων σωματιδίων και μικροβίων, τα φαγοκύτταρα και ειδικά μακροφάγα εκκρίνουν πολλά παράγωγα, που διαδραματίζουν προστατευτικό ρόλο στους ιστούς του σώματος. Μεταξύ αυτών συγκαταλέγονται: παράγοντες που επεμβαίνουν στη διαφοροποίηση άλλων κυττάρων, κυτταροτοξικοί παράγοντες, όπως ο ογκονεκρωτικός παράγων (à1012), υδρολυτικά ένζυμα, ενδογενή πυρετογόνα, όπως η ιντερλευκίνη-1, κλάσματα του συμπληρώματος και α-ιντερφερόνη.

Έτσι, τα μονοπύρηνα φαγοκύτταρα έχουν, επιπλέον της φαγοκυτταρικής τους, και ικανότητες συνθέσεως κι εκκρίσεως βιοδραστικών ουσιών. Η συνθετική ικανότητα των μακροφάγων τείνει να ενισχύεται με την ωρίμανση και, ιδίως, με την ενεργοποίηση του κυττάρου. Τα μακροφάγα έχουν την ικανότητα να εκκρίνουν, επίσης, μετατρεπτικό ένζυμο της αγγειοτασίνης (angiotensin converting enzyme, ACE), το οποίο, όμως κυρίως είναι προϊόν των ενδοθηλιακών κυττάρων.