ινοδεσμίνη

>Η ινοδεσμίνη είναι μια πρωτεΐνη που ευρίσκεται στην επιφάνεια των πνευμονικών κυττάρων, στη βασική μεμβράνη και στο διάμεσο χώρο, σαν αδιάλυτο συστατικό του συνδετικού ιστού. Πρόκειται περι μιας κρυοσφαιρίνης, μοριακού βάρους 240000 d., που απαντάει υπό μορφή ενώσεων των μονομερών της με δισουλφιδικούς δεσμούς, προς σχηματισμό ινών. Η μορφολειτουργική φυσιογνωμία των ινών αυτών δεν έχει επακριβώς κατανοηθεί, αλλά πιθανολογείται ότι αποτελεί συστατικό της δικτυοσίνης[i]. Η ινοδεσμίνη χαρακτηρίζεται από σημαντικές ιδιότητες: (α) ασκεί συγκολλητική λειτουργία μεταξύ των κυττάρων ή μεταξύ κυττάρων και συνδετικού υποστρώματος και διευκολύνει την προσήλωση αποφολιδωμένων κυττάρων, συγκριμμάτων συνδετικού ιστού και άλλων μακρομορίων και μικροβίων επί των κυψελιδικών μακροφάγων προς φαγοκυττάρωση. (β) Αντεπιδρά με το κολλαγόνο, την ινική και μερικές GAG (à434). Στις κρυοσφαιρίνες αυτές αποδίδεται χρήσιμος ρόλος αναφορικά με την αποδιοργάνωση του συνδετικού ιστού στις διάφορες παθήσεις του παρεγχύματος.
Αν και η βιοσύνθεση στον πνεύμονα συστατικών του συνδετικού ιστού, εκτός του κολλαγόνου, των ελαστικών ινών και των πρωτεογλυκάνων (à1135) δεν έχει επαρκώς μελετηθεί, είναι γνωστό ότι η ινοδεσμίνη είναι η σημαντικότερη απο πλευράς ποσότητας ουσία, εκτός του κολλαγόνου, που παράγουν οι ινοβλάστες. Τα ενδοθηλιακά, τα επιθηλιακά, τα λεία μυϊκά κύτταρα και τα χονδροκύτταρα άλλων οργάνων παράγουν επίσης ινοδεσμίνη και δεν υπάρχει βιβλιογραφικά γνωστός λόγος να εξαιρεθούν τα αντίστοιχα κύτταρα του πνεύμονος. Η τύχη της πρόσφατα παραχθείσης ινοδεσμίνης δεν είναι επίσης γνωστή. Προφανώς θα χρησιμοποιείται τοπικά, αν και δεν αποκλείεται ένα ποσοστό της να συμμετέχει στο σχηματισμό των αδιάλυτων κρυοσφαιρινών του πλάσματος.
Η ινοδεσμίνη είναι πολύ ευαίσθητη στην πρωτεολυτική δράση και καταστρέφεται από διάφορα ένζυμα, που δυνητικά ευρίσκονται στον πνεύμονα, όπως οι ουδετερόφιλες πρωτεάσες, η θρομβίνη και η πλασμίνη. Είναι γνωστό ότι οι πνευμονικοί ινοβλάστες παράγουν ένα ένζυμο που ενεργοποιεί την πλασμίνη. Η παραγωγή του πλασμινογόνου επηρεάζεται από διάφορους εξωγενείς παράγοντες μεταξύ των οποίων τα γλυκοκορτικοειδή. Είναι, επομένως, προφανές, ότι στην αποδόμηση της ινοδεσμίνης υπεισέρχονται πολυάριθμα πολύπλοκα βιοχημικά συστήματα.
Αναφορικά, ιδιαίτερα, με την παθογένεια του πνευμονικού εμφυσήματος, η μελέτη των κρυοσφαιρινών αυτών είναι κεντρικής σημασίας, εφ΄όσον είναι γνωστή η μεγάλη τους ευαισθησία στην πρωτεολυτική πέψη. Έχει, πραγματικά, δειχθεί ότι στα τελικά βρογχιόλια καπνιστών, η ινοδεσμίνη εκτίθεται στην πρωτεολυτική δράση των αυξημένων ποσών πρωτεασών που παράγονται στα ενεργοποιημένα κυψελιδικά μακροφάγα και πολυμορφοπύρηνα ουδετερόφιλα. Η ισορροπία μεταξύ πρωτεασών-αντιπρωτεασών, που φυσιολογικά εξασφαλίζεται στο αναπνευστικό σύστημα μπορεί να ανατραπεί από τις αυξημένες εκκρίσεις πρωτεασών ή μέσω αδρανοποιήσεως αντιπρωτεασών απο οξειδωτικές ρίζες. Η βλαπτική συνέπεια της αυξημένης αυτής πρωτεολυτικής δραστηριότητας μπορεί σ΄ένα βαθμό να σχετίζεται με ασυνήθη διάσπαση των μακρομορίων ινοδεσμίνης προς βιολογικά ενεργά συγκρίμματα ικανά να διευκολύνουν την προσήλωση στα κυψελιδικά μακροφάγα· αν και πρόσφατα έχει δειχθεί ότι τα προϊόντα αποδομήσεως της ινοδεσμίνης καταστέλλουν τη φαγοκύττωση, τόσο in vitro όσο και in vivo. Είναι ενδεχόμενο ότι ο σχηματισμός των βιοενεργών αυτών συγκριμμάτων της ινοδεσμίνης που προέρχονται από τη δράση των απελευθερωμένων πρωτεασών κατά τη διάρκεια φλεγμονωδών εξελίξεων στα τελικά βρογχιόλια, παριστούν ένα ισχυρό μηχανισμό τροποποιήσεως της φαγοκυττώσεως στις θέσεις φλεγμονής του πνεύμονος.   

 

[i] Mariano J. Elices, Laurelee Osborn, Yoshikazu Takada, Carol Crouse, Stefan Luhowskyj, Martin E. Hemler, Roy R. Lob. VCAM-1 on activated endothelium interacts with the leukocyte integrin VLA-4 at a site distinct from the VLA-4/Fibronectin binding site. Cell, 1990· 60: 577-584