Σιτευτικά κύτταρα

περιγραφή |ρόλος|σιτευτικά κύτταρα|σιτευτικά  κύτταρα: ο ένοχος; Τα σιτευτικά κύτταρα εμπλέκονται στις διαδικασίες της φλεγμονής|ιστιοκύτταρα|Ο ρόλος τους στην παθογένεια του άσθματος|ηωσινόφιλα|σιτευτικά κύτταρα|σιτευτικά κύτταρα||||||||||||
περιγραφή. Τα σιτευτικά κύτταρα περιεγράφησαν, αρχικά από τον Paul Ehrlich (1878) είναι  μακρόβια, πολυλειτουργικά κύτταρα που χαρακτηρίζονται από την παρουσία πουάριθμων κυστιδίων με προσχηματισμένους μεσολαβητές. Φιλοξενούνται στα περισσότερα όργανα και ιστούς του ανθρώπινου οργανισμού με ιδιάιτερα μεγάλη συγκέντρωση στους ιστούς που έρχονται ε διαμετωπική κατάσταση με το εξωτερικό περιβάλλον, όπως είναι οι αεραγωγοί. Η στρατηγική τους θέση και ο εξοπλισμός τους με μεγάλο αριοθμό προσχηματισμένων μεσολαβητών, που φιλοξενούνται σε πολυάριθμα ενδοκυτταρικά κοκκία, διευκολύνουν τα σιτευτικά κύτταρα να αντιδρούν άμεσα και αποτελεσματικά έναντίον οποιουδήποτε 'εισβολέως' και να αρχίζουν, αμέσως, τη διαδικασία της φλεγμονής (&&. Για να αποφευχθεί η  επέκταση της αντιδράσεως αυτής εκτός ορίων, τα σιτευτικά κύτταρα διαθέτουν, επίσης ενδογενείς ανασταλτικούς μηχανισμούς (&).
O ρόλος
των σιτευτικών κυττάρων και των βασεοφίλων στην ανοσολογία είχε παραμείνει αδιευκρίνιστος μέχρι την ανακάλυψη της ΙgE, το 1966 και μέχρι το 1977, όταν επετεύχθη η καλλιέργεια τους σε πειραματικές διατάξεις, in vitro. H σχέση της IgE  με τον επιφανειακό υποδοχέα των σιτευτικών κυττάρων (FcεRI) καθορίσθηκε το 1989. Τα ευρήματα αυτά διευκόλυναν τη βαθύτερη κατανόηση των μέσω IgE διαμεσαλοβούμενων αλλεργικών παθήσεων, ιδιαίτερα στις μορφές στις οποίες εμπλέκονται τα σιτευτικά κύτταρα, στα μέσα του 20ου αιώνα. Ήδη γονιδιακή ρύθμιση της εξαρτημένης από τους υποδοχείς (FcεRI) ενεργοποίηση των σιτευτικών κυττάρων (). 
Ενεργοποιούμενα, απελευθερώνουν, τάχιστα, το περιεχόμενο των κυστιδίων τους: τους ορμονικής λειτουργίας μεσολαβητές. Ενεργοποιούνται είτε [α] με άμεση ιστική, φυσική ή χημική, κάκωση, (οπιοειδή, αλκοόλη ή μερικά αντιβιοτικά, όπως οι πολυμυξίνες) ή, [β] με επίδραση της ΙgΕ, στους ειδικούς επιφανειακούς υποδοχείς τους (FcεRI), για την Fc περιοχή της ανοσοσφαιρίνης αυτής, ή, τέλος, [γ] με πρωτεΐνες του συμπληρώματος. Η σύνδεση IgE – σιτευτικών κυττάρων είναι, ουσιωδώς, μη αναστρέψιμη. Σημειώνεται, ότι, όπως όλα τα αντισώματα, κάθε μόριο IgE είναι ειδικό για ξεχωριστό αντιγόνο. Σε κάθε περίπτωση αλλεργικής αντιδράσεως, το σιτευτικό κύτταρο παραμένει αμέτοχο, μέχρις ότου το αντιγόνο (πρωτεΐνες ή πολυσακχαρίτες) συνδεθεί με την επιφανειακή στο κύτταρο IgE. Φαίνεται ότι κάθε μόριο αντιγόνου πρέπει να συνδεθεί με δύο ή περισσότερα μόρια IgE προκειμένου να ενεργοποιηθεί μια αλληλουχία ενδοκυτταρικών αντιδράσεων, που καταλήγουν στην ενεργοποίησή του (, , ).
Από τους προσχηματισμένους μεσολαβητές, που απελευθερώνονται μετά την αποκοκκίωση των κυττάρων, οι σημαντικότεροι είναι: [α] πρωτεάσες σερίνης, όπως η τρυπτάση· [β] η ισταμίνη (2-5 pg/κύτταρο)· [γ] η σεροτονίνη· [δ] πρωτεογλυκάνες, ιδίως, ηπαρίνη. Απελευθερώνονται, επίσης και κατ΄επίκλιση σχηματιζόμενοι λιπιδικοί μεσολαβητές (εικοσανοειδή), όπως η θρομβοξάνη, η προσταγλανδίνη D2, η λευκοτριένη C4, ο παράγων ενεργοποιήσεως αιμοπεταλίων, αλλά και διάφορες κυτοκίνες, όπως ο χημοτακτικός παράγων των ηωσινοφίλων.
η εντόπιση των σιτευτικών κυττάρων
Figure 4–
σιτευτικά κύτταρα εντός του μυϊκού χιτώνος. [a]  ο μυικός χιτώνας κείται βαθύτερα από τον βλεννογόνο, στο δείγμα της ενδοβρογχικής βιοψίας που παρουσιάζεται στη φωτογραφία μετά χρώση με αντισώματα αντιτρυπτάσης (Χ400) (μπλέ βέλη). [b] το ένθετο μεγεθύνθηκε προκειμένου να απεικονισθούν τα σιτευτικά κύτταρα μέσα στη μάζα της λείας μυικής στιβάδας, όπου, επίση,ς μπορί να εντοπισθεί ένα αγγείο (μαύρο βέλος). Η βαθύτερη εντόπιση των σιτευτικών κυττάρων, τα οποία παράκεινται στο λείο μυικό χιτώνα, εισφέρει στην άμεση αντίδραση των λείων μυικών ινών, μετά την αποκοκκίωση των σιτευτικών κυττάρων ().
Πρόσφατα έχουν εντοπιστεί σιτευτικά κύτταρα στο επίπεδο των κυψελίδων, τα οποία μάλιστα, δεν φέρουν επιφανειακούς υποδοχείς IgE.  Έχει υιοθετηθεί, έτσι, η αντίληψη των "εξειδικευμένων" υποτύπων σιτευτικών κυττάρων, καθώς δεν αποτελούν μογενή πληθυσμό, με την οποία επιχειρείται να εξηγηθεί η πλθώρα των διαφορετικών λειτουργικών δραστηριοτήτων τους. Η ετερογένειά τους αφορά, επίσης, και διαφορές στην μορφολογία τους, την περιεκτικότητα σε μεσολαβητές και τις αντιδράσεις τους σε εξωτερικά ερεθίσματα,
σιτευτικά κύτταρα και αγγειογένεση
σιτευτικά κύτταρα και ίνωση

Τα μαστοκύτταρα εμπλέκονται στη διαδικασία της ιστικής επιδιορθώδεως και ινώσεως, μέσω της απελευθερώσεως σωρείας πρωτεασών, κυτοκινών αυξητικών παραγόνων, αγγειοδραστικών ουσιών, και άλλων βιοδραστικών παραγόντων, όπως η τρυπτάση, η χυμάση, ο ΤGF-β, που ενεργοποιούν τους Ινοβλάστες,  και, ακολούθως εισφέρουν στην ανάπτυξη της καρδιακής ινώσεως (&). Η αύξηση του φορτίου επιφέρει αύξηση της πυκνότητα των σιτευτικών κυττάρων στην αριστερή κοιλία, που παραλληλίζεται με την ενεργοποίηση των MMP, και, ακολούθως αποδόμηση του κολαγόνου και διάταση της αριστερής κοιλίας και ίνωση (&). Επιπλέον, έχει γνωστεί ότι η παραγόμενη από τα σιτευτικά κύτταρα IL-4 μετά από αύξηση του φορτίου της αριστερής κοιλίας, αποτελεί σημνατικό συτελεστή της καρδιακής ινώσεως (&). Αντίθετα, η ανεπάρκεια σιτευτικών κυττάρων είναι προστατευτική έναντι πνευμονικής (&) ή καρδιακής ινώσεως (&).
σιτευτικά κύτταρα: ο ένοχος;
Με βάση τον αδιαμφισβήτο ρόλο τους στην αλλεργία, η μελέτη των σιτευτικών κυττάρων των βρόγχων εστιάζεται στα ρινικά και βρογχικά σιτευτικά κύτταρα και την εμπλοκή τους και την εμπλοκή τους στην αλλεργική ρινίτιδα και το άσθμα. Εν τούτοις, σχετικές μελέτες έχουν καταλήξει ότι τα περιφερικά σιτευτικά κύτταρα έχουν, επίση,ς σημαντικό ρόλο στο άσθμα, στη ΧΑΠ, στις πνευμονικές λοιμώξεις, κια την πνευμονική ίνωση. Γενικά, ασκούν ανοσοτροποοιητική, προπφλεγμονώδη, και προ-ινωτική δράση, ενώ έχει εξαιρετικό ενδιαφέρον να τονιστεί ότι υπβαθμίζουν, επίσης, την φλεγμονή και συμμετέχουν στην άμυνα κατά των λοιμώξεων. Ένας συγχυτικός παράγων στην κατανόηση της λειτουργίας τους είναι η ετερογένειά τους, κατά την οποία, κάθε ανατομική περιοχή'φιλοξενεί' σιτευτικά κύτταρα ειδικών λειτουργιών. Τα σιτευτικά κύτταρα των κυψελίδων, πχ., δεν έχουν συγγένεια με την IgE, αλλά καθώς αναγνωρίζονται πρόσφατα, για τον ρόλο τους στην κυψελιδική φλεγμονή επί άσθματος, τα κυψελιδικά σιτευτικά κύτταρα εκτρέπονται ώστε να εκφράζουν  φαινότυπο FcϵRI στο μη ελεγχόμενο άσθμα. Επομένως, στην αναζήτηση φαρμάκων κατά της αποκοκκιώσεως των σιτευτικών κυττάρων (που, ώς τώρα, δεν απέδωσαν στη θεραπεία του άσθματος) η έρευνα έχει επεκταθεί, ώστε να συμπεριλάβει την περιφέρεια του πνευμονικού παρεγχύματος, και το λετεπίλεπτο έργο της ταυτοποιήσεως της ιδιότητας, μεταξύ αναρρίθμητων, που έχει κρίσιμη σημασία, ώστε η αλλοίωσή της να έχει κλινική σημασία.

σιτευτικά κύτταρα: ο ρόλος τους στην παθογένεια του άσθματος
Η αποκοκκίωση των σιτευτικών κυττάρων είναι κρίσιμης σημασίας για την ενεργοποίηση των άμεσων αλλεργικών αντιδράσεων, όπως του άσθματος και την απελευθέρωση ισταμίνης και τη σύνθεση μεσολαβητών που επάγουν την πρώιμη στρατολόγηση, συγκόλληση, και πολλαπλασιασμό κυττάρων. Μπορεί, επίσης να εισφέρουν στην ιστική αναδιαμρόφωση καθώς εμπεριέχουν πρωτεογλυκάνες με διάφορες λειτορυγίες, στις οποίες συμπεριλαμβάνοντι η υποστήριξη των δομών για αναδιαμόρφωση. 
Τα σιτευτικά κύτταρα κατακλύζουν το τραχειοβρογχικό δένδρο, ενώ 3Χ -5Χ αρισθμός τους έχει βρεθεί στους αεραγωγοπ΄ςυ ασθματικών ασθενών, με αλλεργική συνιστώσα. Μετά τη σύνδεσή των επιφανειακών υποδοχέων, επί των οποίων προσκολλάται μόριο IgE με αλλεργιογόνο, απελευθερώνονται σειρά προσχηματισμένων μεσολαβητών, όπως η ισταμίνη χυμοελκυστικοί παράγοντες για τα ηωσινόφιλα και τα ουδετερόφιλα, λευκοτριένια, C4, D4 και E4, προσταγλανδίνες, ο παράγων που ενεργοποιεί τα αιμοπέτάλια, και άλλοι μεσολαβητές. Απο τις ιστολογικές εξετάεις αναγνωρίζεται ότι μειωμένος αριθμός κοκκιωδών σιτευτικών κυττάρων στους πνεύμονες ασθενών που κατέληξαν από κρίση άσθματος, γεγονός που είναι δηλωτικό της συνδρομής της αποκοκκιώσεως των σιτευτικών κυττάρων στην εξέλιξη της παθήσεως. Ευαισθητοποιημένα σιτευτικά κύτταρα επίσης, μπορεί να ενεργοποιούνται από ωσμωτικά ερεθίσματα, που ερμηνεύουν τον εξ ασκήσεως βρογχόσπασμο.  
Η αποκοκκίωση των σιτευτικών κυττάρων είναι κρίσιμη       

Από μακρού έχει δειχθεί ότι τα σιτευτικά κύτταρα ασκούν κεντρικό ρόλο στο άσθμα, καθώς σε πολλές μελέτες έχει επιβεβαιωθεί η αύξησή τους στον βλεννογόνο των αεραγωγών και τις εκκρίσεις.
Έχει υπογραμμιστεί η σημασία των σιτευτικών κυττάρων με αφορμή την κατανόηση της βιολογίας IL-32/ST2 &,&). Σε ανοσολογικές μελέτες έχει, ρπάγματι, αναγνωριστεί αυξημένος αριθμός επθηλιακών σιτευτικών κυττάρων, που χαρακτηρίζονται από υψηλή έκφραση τρυπτάσης και καρβοξυπεπτιδάσης Α3, και χαμηλή έκφραση χυμάσης. Τα σιτευτικά κύτταρα, επίσης, εντοπίζονται στον υποιβλεννογόνιο χιτώνα όπου μπορεί να εισφέρουν στην υπερτροφία και υπερπλασία των λείων μυϊκών ινών Τα σιτευτικά κύτταρα εκφράζουν πολλούς επιφανειακούς υποδοχείς, όπως ο FcεR1 και ο ST2.Η διαστεύρμένη σύνδεση του πρώτου με συμπλέγματα IgE-αντιγόνων προκαλούν αποκοκκίωση (και αποκοκκίωση) των σιτευτικών κυττάρων και απελευθέρωση πολλών προσχηματισμένων ή κατ΄επίκλιση σχηματιζόμενων μεσολαβητών. Οι μεσολαβούμενες από την ΙgΕ δράσεις είναι γνωστές. Η μέσω ST2 μεσολαβούμενες δράσεις των σιτευτικών κυττάρων δεν έχει πλήρως διευκρινιστεί, αλλά προφανώς είναι, στον ίδιο βαθμό, σημαντικές στην παθογένεια του άσθματος. μέσω εκκρίσεως IL-6,-8 και -13. Η μεσω της IL33 ενεργοποίηση των σιτευτικών κυττάρων μπορεί να έχει ιδιαίτερη σημασία στην παθοφυσιολογία των παροξύνσεων του άσθματος, όταν η IL-33 απλευθερώνεται από τα επιθηλιακά κύτταρα ως μια αλαρμίνη. Στην πραγματικότητα, τα σιτευτικά κύτταρα μπορεί να είναι κυτταρική πηγή υψηλών επιπεδων IL-6 και -8 που ανιχνεύονται στις εκκρίσεις στο σοβαρό, οξύ άσθμα (&, &). .     
βιβλιογραφία
1.  Gauvreau GM, Lee JM, Watson RM, et al: Increased numbers of both airway basophils and mast cells in sputum after allergen inhalation challenge of atopic asthmatics. Am J Respir Crit Care Med 161(5): 1473–1478, 2000.
2.  Dougherty RH, Sidhu SS, Raman K, et al: Accumulation of intraepithelial mast cells with a unique protease phenotype in T(H)2-high asthma. J Allergy Clin Immunol 125(5):1046–53 e8, 2010.
3. Ordonez CL, Shaughnessy TE, Matthay MA, et al: Increased neutrophil numbers and IL-8 levels in airway secretions in acute severe asthma: clinical and biologic significance. Am J Respir Crit Care Med 161(4 Pt 1):1185–1190, 2000. 202.
4. Nadif R, Zerimech F, Bouzigon E, et al: The role of eosinophils and basophils in allergic diseases considering genetic findings. Curr Opin Allergy Clin Immunol 13(5):507–513, 2013.