Φαινόμενο Bohr και φαινόμενο Haldane

ΦΑΙΝΟΜΕΝΟ BOHR. Tο μέγιστο ποσό του παραγομένου CO2 εισέρχεται στα ερυθροκύτταρα, που περιέχουν το ένζυμο καρβονική ανυδράση που καταλύοντας την εξίσωση (à489) την επιταχύνει κατά 13000 φορές. Τα σχηματιζόμενα Η+ ρυθμίζονται από την Hb, το σχήμα της οποίας μεταβάλλεται κατά τρόπο ώστε να μειώνεται η συγγένειά της με το O2, διευκολύνοντας, έτσι, την αποφόρτισή της. Τα HCO3̄  που σχηματίζονται με την προηγούμενη αντίδραση, εγκαταλείπουν τα ερυθροκύτταρα, των οποίων η μεμβράνη είναι διαπερατή σε αρνητικά φορτισμένα μόρια. Για τη διατήρηση της ηλεκτρικής ουδετερότητας των κυττάρων, εισέρχονται ιόντα CI- από το πλάσμα. Μέρος του CO2 συνδέεται απευθείας με την Hb, σχηματίζοντας καρβαμινοενώσεις. Το ποσό του CO2 που συνδέεται με την Hb και το ποσόν των Η+ που ρυθμίζονται απ’ αυτή εξαρτώνται από το επίπεδο της οξυγονώσεως. Η αναχθείσα αιμοσφαιρίνη συνδέεται ευκολότερα με το CO2 προς σχηματισμό καρβαμινοενώσεων και ρυθμίζουν περισσότερα Η+, συγκριτικά με την οξυγονωθείσα αιμοσφαιρίνη (φαινόμενο Haldaneà72). Έτσι, το CO2 επηρεάζει τη συγγένεια της Hb με το O2 και το O2 επηρεάζει τη σύνδεση της Hb με το CO2. Οι αντεπιδράσεις αυτές είναι συμπληρωματικές και διευκολύνουν την ανταλλαγή αερίων στους ιστούς ή τους πνεύμονες, αντίστοιχα. Στα τριχοειδή του πνεύμονος, διευκολύνεται η σύνδεση του O2 και η αποσύνδεση του CO2 με την αιμοσφαιρίνη (φαινόμενο Bohr, [1] στο σχήμα) για την ενεργητική μεταφορά των αναπνευστικών αερίων2. Αντίθετα στα περιφερικά τριχοειδή διευκολύνεται η σύνδεση του CO2 και η αποσύνδεση του O2 (φαινόμενο Haldane, [2] στο σχήμα) για τη χρησιμοποίηση του τελευταίου και την απαγωγή του προηγουμένου. Στους πνεύμονες, το CO2 που εγκαταλείπει το μικτό φλεβικό αίμα (Pv̄CO2 = 46 mmHg) εισέρχεται στις κυψελίδες (PACO2 = 40 mmHg). Η οξυγόνωση της Hb ελαττώνει το ποσό του CO2 που μπορεί να συνδεθεί με την Hb, ως καρβαμινοενώσεις, ενώ μόρια HCO3̄ επιστρέφουν στο ερυθροκύτταρο, όπου –παρουσία της καρβονικής ανυδράσης- μετατρέπονται σε CO2, που διαχέεται στις κυψελίδες. Οι διάφοροι τρόποι με τους οποίους μεταφέρεται το CO2 δεν εμφανίζουν κορεσμό, όπως συμβαίνει με το O2. Το σύστημα μεταφοράς του CO2 είναι τόσο αποτελεσματικό, ώστε, ακόμη και σε καταστάσεις με σοβαρή ελάττωση της Hb δεν παρατηρείται καθυστέρηση της μεταφοράς CO2. Αυτό οφείλεται στην αφθονία της ενδοκυττάριας καρβονικής ανυδράσης, η οποία μετατρέπει το CO2 σε HCO3̄, ακόμη και σε καταστάσεις με αναιμία[i].
O Chr. Bohr παρέδωσε ότι υπό χαμηλότερο pH (περισσότερο όξινο περιβάλλον στους ιστούς), η αιμοσφαιρίνη εμφανίζει μικρότερη συγγένεια με το Ο2. Καθώς το CO2  είναι σε εξισορρόπηση με τη συγκέντρωση [Η+], (πρωτονίων) στο αίμα, η αύξηση της περιεκτικότητας CO2 στο αίμα, σύμφωνα με το φαινόμενο Βohr, προκαλεί μείωση του pH, που συνεπάγεται μείωση της συγγένειας μεταξύ Hb-Ο2, και, επομένως, ευκολότερη απόδοση Ο2 στους ιστούς. Έτσι, η συγγένεια Hb-Ο2 εξαρτάται από τη συγκέντρωση του CO2  και μειωμένες τιμές CO2  συνεπάγονται μείωση της αποδόσεως Ο2 στους ιστούς.

Ένα κλινικό παράδειγμα: χωρίς το φαινόμενο Bohr δεν θα μπορούσαμε να βαδίσουμε ούτε κάν 5 λεπτά! Γιατί; Επειδή, σε φυσιολογικές συνθήκες, λόγω του φαινομένου Βohr, παρέχεται περισσότερο Ο2 σε εκείνους τους μύες, οι οποίοι παράγουν περισσότερο CO2, μπορούν να συνεχίσουν να ασκούνται με τον ίδιο ρυθμό. Εν τούτοις, σε διάφορες παθολογικές καταστάσεις, στις οποίες αναγνωρίζεται μείωση της ΡaCO2, οι ασθενείς θα αισθάνονται κόπωση (π.χ., πνευμονία), λόγω της χαμηλής αποδόσεως Ο2 στην περιφέρεια[i].  

 


[i] Braumann KM, Böning D, Trost F, Bohr effect and slope of the oxygen dissociation curve after physical training, J Appl Physiol. 1982· 52: 1524-1529

Εάν η απόδοση της καρβονικής ανυδράσης μειωθεί, πχ., επί λήψεως ακεταζαλομίδης, το CO2 εξακολουθεί να υφίσταται υδάτωση στο πλάσμα, αν και κατά 13000 φορές βραδύτερα. Η ανεπάρκεια καρβονικής ανυδράσης αναγνωρίζεται στο επίπεδο των κυψελιδικών τριχοειδών, όπου μπορεί να μην υπάρχει αρκετός διαθέσιμος χρόνος για τη μετατροπή όλου του HCO3- σε CO2 προς αποβολή κι έτσι να επακολουθήσει καθυστέρηση της αποβολής και κατακράτηση CO2.

 


[i] Aarnoudse JG, Oeseburg B, Kwant G, Zwart A, Zijlstra WG, Huisjes HJ, Influence of variations in pH and PCO2 on scalp tissue oxygen tension and carotid arterial oxygen tension in the fetal lamb, Biol Neonate 1981· 40(5-6): p. 252-263






Όπως προειπώθηκε, το μέγιστο ποσό του παραγομένου CO2 εισέρχεται στα ερυθροκύτταρα, που περιέχουν το ένζυμο καρβονική ανύδραση που καταλύοντας την εξίσωση την επιταχύνει κατά 13000 φορές.

 {8.4}

Haldane_Apparatus_Diagram_1920Τα σχηματιζόμενα Η+ ρυθμίζονται από την Hb, το σχήμα της οποίας μεταβάλλεται κατά τρόπο ώστε να μειώνεται η συγένειά της με το O2, διευκολύνοντας, έτσι, την αποφόρτισή της (φαινόμενο Bohr). Τα HCO3- που σχηματίζονται με την προγούμενη αντίδραση, εγκαταλείπουν τα ερυθροκύτταρα, των οποίων η μεμβράνη είναι διαπερατή σε αρνητικά φορτισμένα μόρια. Για τη διατήρηση της ηλεκτρικής ουδετερότητας των κυττάρων, εισέρχονται ιόντα CI- από το πλάσμα. Μέρος του CO2 συνδέεται απευθείας με την Hb, σχηματίζοντας καρβαμινοενώσεις. Το ποσό του CO2 που συνδέεται με την Hb και το ποσόν των Η+ που ρυθμίζονται απ’ αυτή εξαρτώνται από το επίπεδο της οξυγονώσεως. Η αναχθείσα αιμοσφαιρίνη συνδέεται ευκολότερα με το CO2 προς σχηματισμό καρβαμινοενώσεων και ρυθμίζουν περισσότερα Η+, συγκριτικά με την οξυγονωθείσα αιμοσφαιρίνη (φαινόμενο Haldane). Έτσι, το CO2 επηρεάζει τη συγγένεια της Hb με το O2 και το O2 επηρεάζει την σύνδεση της Hb με το CO2 . Οι αντεπιδράσεις αυτεές είναι συμπληρωματικές και διευκολύνουν την ανταλλαγή αερίων στους ιστούς ή τους πνεύμονες, αντίστοιχα. Στα τριχοειδή του πνεύμονος, διευκολύνεται η σύνδεση του O2 και η αποσύνδεση του CO2 με την αιμοσφαιρίνη (φαινόμενο Bohr) για την ενεργητική μεταφορά των αναπνευστικών αερίων2. Αντίθετα στα περιφερικά τριχοειδή διευκολύνεται η σύνδεση του CO2 και η αποσύνδεση του O2 (φαινόμενο Haldane) για τη χρησιμοποίηση του τελευταίου και την απαγωγή του προηγουμένου. Στους πνεύμονες, το CO2 που εγκαταλείπει το μεικτό φλεβικό αίμα (PūCO2 = 46 mmHg) εισέρχεται στις κυψελίδες (PACO2 = 40 mmHg). Η οξυγόνωση της Hb ως ελαττώνει το ποσό του CO2 που μπορεί να συνδεθεί με την Hb ως καρβαμινοενώσεις, ενώ μόρια HCO3- επιστρέφουν στο ερυθροκύτταρο, όπου –παρουσία της καρβονικής ανυδράσης- μετατρέπονται σε CO2 {8.4}, που διαχέεται στις κυψελίδες. Οι διάφοροι τρόποι με τους οποίους μεταφέρεται το CO2 δεν εμφανίζουν κορεσμό, όπως συμβαίνει με το O2 . Το σύστημα μεταφοράς του CO2 είναι τόσο αποτελεσματικό, ώστε, ακόμη και σε καταστάσεις με σοβαρή ελάττωση της Hb δεν παρατηρείται καθυστέρηση της μεταφοράς CO2 . Αυτό οφείλεται στην αφθονία της ενδοκυττάριας καρβονικής ανύδρασης, η οποία μετατρέπει το CO2 σε HCO3-, ακόμη και σε καταστάσεις με αναιμία.

Στο παραπλεύρως σχήμα απεικονίζεται η καμπύλη δεσμεύσεως-αποδεσμεύσεως του CO2 επί φυσιολογικού ανθρώπινου αίματος. Η συνολική συγκέντρωση CO2, σε όλες τις μορφές προβάλλονται ως συνάρτηση της PCO2. Όπως φαίνεται στο σχήμα, υπό οποιαδήποτε PCO2 το συνολικό φορτίο CO2 είναι μεγαλύτερο επί μειωμένης περιεκτικότητας Ο2 στο αίμα, συγκριτικά με το πλήρως οξυγονωθέν αίμα.  Το φαινόμενο αυτό είναι γνωστό ως φαινόμενο Haldane, από τον έναν από τους ερευνητές που το περιέγραψαν. Η διαφορά της περιεκτικότητας CO2 μεταξύ των δύο καμπυλών υπό ίση PCO2, παράγεται από μεταβολές στην τετραμερή δομή της Hb που συνοδεύει την αναγωγή και την οξυγόνωσή της. Διακρίνονται δύο στοιχεία: το πρώτο είναι η αύξηση των διττανθρακικών που είναι αποτέλεσμα μεγαλύερης ρυθμίσεως των Η+ από την αναχθείσα αιμοσφαιρίνη. Το δεύτερο είναι αποτέλεσμα του αυξημένου σχηματισμού καρβαμικών ενώσεων που συνδέονται με την αναχθείσα Hb. Το φαινόμενο Haldane ενισχύει τη μεταγωγή CO2. Η μετακίνηση της καμπύλης δεσμεύσεως αποδεσμεύσεως του CO2 πορκαλούμενη από την απελευθέρωση Ο2 επιτρέπει τη μεταφορά CO2, υπό χαμηλότερη μερική πίεση CO2, στο φλεβικό αίμα από εκείνη που θα ήταν χωρίς μετακίνηση της καμπύλης (εικόνα). Η συνέργεια μεταξύ της ανταλλαγής Ο2 και CO2 διευκολύνει τη μεταγωγή του CO2 σε [πολύ μεγαλύτερο βαθμό, παρ΄ό,τι τη μεταγωγή του Ο2]. [βλ.: μεταφορά CO2]