Αυξητικός παράγων μεταμορφωτικός, transforming growth factor B, TGF-B

Η οικογένεια των TGF-β ρυθμίζει τον πολλαπλασιασμό, τη διαφοροποίηση, την αναγνώριση, και τον θάνατο των κυττάρων, μέσω υποδοχέων κινάσης σερίνης/θρεονίνης.  Οι TGF-β1,2 και 3 έχουν ταυτοποιηθεί στον αναπτυσσόμενο πνεύμονα, όπου έχουν εντοπιστεί να διεγείρουν την καθήλωση της εξωκυττάριας ουσίας, από τους ινοβλάστες και να αναστέλουν τον πολλαπλασιασμό των επιθηλιακών κυττάρων. Γενικά ρυθμίζουν το σύστημα διχοτομήσεως του τραχειοβρογχικού δένδρου, στο επίπεδο πέραν του τελικού βρογχιολίου. Ο μετασχηματικός αυξητικός παράγων έεμφανίζει αντίθετες δράσεις στην κυτταρική ανάπτυξη και μεταβολισμό καθώς έχει την ικανότητα της δραστικής αυξήσεως της συνθέσεως πρωτεΪνών και κολλαγόνου, από τα φυσιολογικά ινοκύτταρ, που τουλάχιστον πειραματικά υπακούει σε σχέση δόση-αποτέλεσμα. Έτσι, σε πειραματικές διατάξεις έχει αποσαφηνιστεί ότι ο TGF-β έχει την ικανότητα ελέγχου της παραγωγής πρωτεΪνών εξωκυττάριου δικτύου (&). 

Ειδικότερα, ο TGF-β έχει την ικανότητα να επάγει την έκφραση των των πρωτεΪνών του εξωκυττάριου δικτύου στα μεσεγχυματικά κύτταρα  και να διεγείρει την παραγωγή αναστολέως των πρωτεασών, που εμποδίζουν την ενζυματική διάσπαση των συστατικών του εξωκυττάριου δικτύου. Η αυξημένη έκφραση TGF-b στα προσβεβλημένα όργανα συσχετίζεται με παθολογική εναπόθεση που παρατηρείται κατά τη διάρκεια της οργανώσεως των ινωτικών παθήσεων. Κατά τη διάρκεια των τελευταίων ετών έχει συντελεστεί εκρηκτική πρόοδος στην κατανόηση στις μοριακές απόψεις των ενδοκυττάριων υποδοχέων του TGF-β. Ο TGF-β επάγει τη δράση των γονιδίων του εξωκυττάριου δικτύου και καταστέλλει τη δράση των γονιδίων που κωδικοποιούν τα MMP, που εμπλέκονται στην αποδόμηση του εξωκυττάριου δικτύου (&).

Ο TGF-β1 και 3,  καθώς επίσης αναβαθμίζονται σε ασθενείς με πνευμονική ίνωση, εμπλέκεται στην παθογένεια της παχυπλευρίτιδας όπως και επί καρδιακής ινώσεως (&).  Επίσης έχει εντοπιστεί η δράση του TGF-β στην διαφοροποίηση των ινοβλαστών σε μυοϊνοβλάστες,  (&). Η αναστολή του TGF-β μέσω εξουδετερούντων αντισωμάτων έχει δειχθεί ότι απολήγει στην μείωση της ινώσεως σε διάφορα πειραματικά μοντέλα (&, &, &), όπως επί πειραματικής καρδιακής ινώσεως, η οποία ανατέλελται και η βελτίωση της διαστολικής δυσλειτουργίας επί πειραματοζώων (&).

Ο TGF-β, ο οποίος θεωρείται ως η πλέον ισχυρή προϊνωτική κυτοκίνη, έχει, τελευταία, συγκεντρώσει το ερευνητικό ενδιαφέρον, για το ρόλο του επί της προαγωγής της πλευριτικής ινώσεως, αφότου έχει, πειραματικά, δειχθεί ότι ενδοϋπεζωκοτική ενστάλλαξη του TGF-β επάγει ταχεία πλευριτική ίνωση. Πέρα από το γεγονός, όμως, ότι ο ΤGF-β είναι ισχυρός χημοελκυστής των ινοβλαστών, διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην παραγωγή εξωκυττάριου δικτύου (&), μέσω αναβαθμίσεως του σχηματισμού κολαγόνου και της αναδιαμορφώσεως του εξωκυττάριου δικτύου. Έχει δειχθεί ότι αναστέλλει τον ενεργοποιητή του πλασμινογόνου, και διεγείρει τονα ναστολέα του ενεργοποιητή του πλασμινογόνου, από τα μεσοθηλιακά κύτταρα του υπεζωκότος. Διαδραματίζει σημαντικό σύνδεσμο μεταξύ του παθολογικού μεταβολισμού της ινικής κια της αναπτύξεως πλευριτικής ινώσεως.    

Ο TGF-β αρχικά περιγράφτηκε ως παράγων που επάγει την προσήλωση, ανεξάρτητα αυξήσεως (&), που αποτελεί ειδοποιό χαρακτηριστικό κακοήθους εξαλλαγής των εμβρυϊκών ινών , στους εμβρυϊκούςνεφρικούς ινοβλάστες (&).Η ινογενετική δράση του αυξητικού απράγοντος εντοπίστηκε -αρχικά- πειραματικά  στους νεφρούς (όπου μετά χορήγηση αυξητικού παράγοντος ανεστάλη η σπειραματονεφρίτιδα, &) την καρδιά (πειραματικά δεδομένα συνηγορούν ότι η αναστολή του αυξητικού παράγοντος αναστέλει την ίνωση και διαστολική δυσλειτουργία της καρδιάς σε πειραματικές διατάξεις, &), το ήπαρ και τους πνεύμονες ( όπου ο αυξητικός παράγων οδήγησε στην ανάπτυξη φλεγμονής και πνευμονικής ινώσεως με ανοσοερέθισμα, &). Ο αυξητικός παράγων προκαλεί ταχεία επαγωγή ινώσεως και νεοαγγειογενέσεως ιn vivo και διέγερση του σχηματισμού κολλαγόνου (&). Η οικογένεια των αυξητικών παραγόντων αποτελούν  ενεργούς συντελεστές στην καρκινογένεση (&).

Figure 3.εικόνα1. Η πιθανή οδός ενεργοποιήσεως του αυξητικού παράγοντος στην ανοσία.