Αδρεναλίνη

Για την εξουδετέρωση των φλεγμονωδών φαινομένων και των συνε-πειών τους ο οργανισμός κινητοποιεί ορισμένους αμυντικούς μηχανισμούς. Σε πρώτη φάση αυξάνεται η παραγωγή αδρεναλίνης και σε δεύτερη η παραγωγή γλυκοκορτικοστεροειδών.

Η αδρεναλίνη (επινεφρίνη) ανταγωνίζεται τη δράση της ισταμίνης. Προ-καλεί, σε αντίθεση με την ισταμίνη, γενικευμένη σύσπαση των τριχοειδών αγγείων. Αυξάνει επίσης την πίεση του αίματος μετά την πτώση που παρατηρείται από τη δράση της ισταμίνης. Επιπλέον η αδρεναλίνη δρα καρδιοτονωτικά αυξάνοντας τον αριθμό των καρδιακών παλμών (χρονοτρόπος δράση) και ενισχύοντας ταυτόχρονα τη δύναμή τους (ινότροπος δράση). Η συνδυασμένη αυτή δράση της αδρεναλίνης επί του καρδιακού μυός εξουδετερώνει την πτώση της πίεσης του αίματος που παρατηρείται σε μετατραυματικά σοκ. Η αδρεναλίνη εκδηλώνει επίσης βρογχοδιασταλτική δράση. Επιπλέον αυξάνει τα επίπεδα γλυκόζης στο αίμα μετατρέποντας τα αποθέματα γλυκογόνου σε γλυκόζη (γλυκογονόλυση). Η γλυκόζη θεωρείται απαραίτητη ενεργειακή πηγή για την εξέλιξη των φλεγμονωδών φαινομένων, αλλά και για την αυξημένη παραγωγή αδρεναλίνης. Η αδρεναλίνη διασπάται πολύ γρήγορα, γι’ αυτό για τη διατήρησή της απαιτείται συνεχής παραγωγή της από τα επινεφρίδια. Η διαδικασία αυτή είναι ενεργοβόρος και θεωρείται αδύνατη χωρίς την αυξημένη παροχή γλυκόζης.

Θα πρέπει να τονιστεί ότι υψηλά και παρατεταμένα επίπεδα αδρεναλίνης στο αίμα είναι βλαβερά για τον οργανισμό. Η ισχυρή ινοτρόπος και χρονότροπος δράση της επί του μυοκαρδίου οδηγεί σε μη αναστρέψιμη βλάβη και πολλές φορές σε καρδιακή ανακοπή.

Γι' αυτό ακριβώς το λόγο η αυξημένη παραγωγή αδρεναλίνης θεωρείται ως η πρώτη άμεση αμυντική αντίδραση του οργανισμού στην οξεία φάση της μετατραυματικής φλεγμονής.