Αναπνευστική λειτουργία: δοξασίες, πρώιμες μελέτες

Ο ρόλος του διαφράγματος , του φρενικού νεύρου και των μεσοπλευρίων και επικουρικών μυών στην επιτέλεση της αναπνοής εντοπίσθηκαν αρχικά από τον Ερασίστρατο (περίπου 280 πΧ.) και αργότερα από τον Γαληνό (129-201), το Leonardo da Vinci (1452-1519), που παρατήρησε ότι κατά την εισπνοή, οι πνεύμονες διατείνονται προς όλες τις διευθύνσεις, ακολουθώντας την έκπτυξη του θωρακικού κλωβού, από τον Vesalius 1514-1564), που παρατήρησε ότι επί τρώσεως του υπεζωκότος, οι πνεύμονες συμπίπτουν. Η ανάγκη πρσλήψεως φρέσκου αέρα, αναγνωρίστηκε από το Γαληνό, που θεωρούσε ότι συνενούταν με το αίμα της αριστερής καρδιάς και των αρτηριών προς σχηματισμό του ζωτικού πνεύματος, αποτυγχάνοντας να αναγνωρίσει το ρόλο των πνευμόνων στην ανταλλαγή αερίων. Αυτό επιτεύχθηκε από τον Ibn-al-Nafis (1210-1289) ο οποίος έγραψε: "...το αίμα από τη δεξιά κοιλότητα της καρδιάς, πρέπει να φτάσει στην αριστερή κοιλότητα αλλά δεν υπάρχει άμεση διόδος μεταξύ αυτώντο παχύ διάφραγμα τηςκαρδιας δεν έχει διατρήσεις και ούτε πόρους, ορατούς, όπως πιστεύουν μερικοί ή αόρατους, όπως πίστευε ο Γαληνός το αία από τη δεξιά κοιλότητα της καρδιάς, πρέπει να ρεύσει μέσω της vena arteriosa (πνευμονικλης αρτηρίας) προς τους πνεύμονες, διανεμόμενο στα λειτουργικά του στοιχεία, όπου αναμιγνύεταιμε αέρα. Ακολούθως διερχόμενο μέσω της arteria venosa (πνευμονικης φλεβας) στην αριστγερή κοιλότητα της καρδιάς, όπυ σχηματίζει το ζωτικό πνεύμα, που τρέφει το σώμα". 
  Πρέπει να θεωρηθεί, επομένως, ο εισηγητής της πνευμονικής κυκλοφορίας. Ταυτόχρονα, εργαζόμενος ανεξάρτητα ο Servetus (1511-1513) αναγνώρισε το αδιαπέραστο του κοιλιακού διαφράγματος και αναγώρισε ότι το αίμα περνούσε μέσω της πνευμονικής αρτηρίας στους πνεύμονες, από τα διαμερίσματα του οποίου αναμιγνυόταν με τον εισπνεόμενο φρέσκο αέρα, και επέστρεφε μέσω των πνευμονικών φλεβών στην αριστερή καρδιά, από όπου διενεμείτο στην περιφέρεια. Ο Harvey (1578–1657) απέδειξε ότι το αίμα κυκλοφορεί μέσω των τριχοειδών των πνευμόνων και ο Malpighi (1628–1694) έδειξε ότι το τριχοειδικό αίμα στους πνεύμονες έρχεται σε διαμετωπική θέση με τους αεροχώρους των πνευμόνων. Οι παρατηρήσεις αυτές έθεσαν τις βάσεις για την  περιγραφή της λειτουργίας της αναπνοής.
Ο ρόλος του πνευμονικού αερισμού στη διατήρηση της ζωής κατεδείχθη από τον Vesalius, ο οποίος διατήρησε τη δράση της καρδιάς εισάγοντας αίμα μέσω σωλήνος στην τραχεία ενός απνοϊκού πειραματοζώου. Ο Hooke (1635–1703), ακολούθως έδειξε ότι ο ζωτικός παράγοντας είναι η προώθηση αέρος στους πνεύμονες. Ακολούθως ο Boyle (1627–1691) και, σε μικρότερο βαθμό, ο Mayow (1643–1679), έδειξαν ότι η παροχή αέρος που συντηρούσε τις καύσεις, επίσης υποστήριζε τη ζωή, ενώ ο Lower (1631–1691), περαιτέρω, έδειξε ότι η πρόσληψη συστατικών (ού) του αέρος έκανε το αίμα να αλλάζει χρώμα. Οι παρατηρήσεις αυτές απετέλεσαν τις βάσεις για την περιγραφή της ανταλλαγής αερίων στους πνεύμονες, αλλά στα πρώιμα στάδιά τους, δεν ελήφθησαν σοβαρά υπόψη. Η μεγάλη σύγχυση που επικρατούσε έκανε τον Samuel Pepys (μέλος του Αγγλικού Κοινοβουλίου και Γραμματέας του Θρόνου) να σημειώσει στο διάσημο ημερολόγιό του, αφού παρακολούθησε στις 22 Ιανουαρίου 1666, συνάντηση της Βασιλικής Ιατρικής Εταιρείας: ”δεν κατέστη δυνατόν σήμερα να γνωσθεί ούτε να συμπερανθεί πως η δράση συντηρείται από τη φύση ή για ποια χρήση διατίθεται”.