Βραδυκινίνη

Πολυπεπτίδιο, που παράγεται κατά τη δράση της καλλικρεΐνης επί ενός πρωτεϊνικού υποστρώματος (κινινογόνου) στο πλάσμα ή τους πνευμονικούς ιστούς. Πρέπει να σημειωθεί ότι ο πνεύμονας αποσύρει τη βραδυκινίνη από την κυκλοφορία. Η βραδυκινίνη αδρανοποιείται από το μετατρεπτικό ένζυμο της αγγειοτασίνης (κινάση ΙΙ) που παράγεται στα ενδοθήλια των πνευμονικών τριχοειδών. Η βραδυκινίνη είναι το πλέον αντιπροσωπευτικό μέλος των πολυπεπτιδικών ουσιών που αναφέρονται με το γενικό όρο κινίνες. Σε αντίθεση με την ισταμίνη και σεροτονίνη δεν ανευρίσκεται αποθηκευμένη, αλλά παράγεται στο πλάσμα από την πρόδρομο ουσία α-2-σφαιρίνη υπό την επίδραση του ενζύμου κινινογενάση. Η βραδυκινίνη εκδηλώνει ισχυρότερη αγγειοδιαστολή από ό,τι η ισταμίνη. Παράλληλα ενεργοποιεί τις περιφερειακές νευρικές απολήξεις συμβάλλοντας στην εμφάνιση του πόνου.Είναι ένας ισχυρός μεσολαβητής με έντονη αγγειοδιασταλτική δράση που διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην παθογένεια του άσθματος, το πνευμονικό οίδημα και την αναφυλαξία. Η βραδέως μεταβολισμού κινίνη, που αποτελείται από μια ομάδα πολυπεπτισίων, προκαλεί σύσπαση των λείων μυϊκών ινών, επάγει την υπόταση, αυξάνει την αιματική ροή στα μικρά αγγεία, και επάγει το αντανακλαστικό του πόνου. 




Η βραδυκινίνη που φέρεται με το αίμα και που δρα μέσω υποδοχέων που ευρίσκονται στα ενδοθηλιακά κύτταρα, προκαλεί απελευθέρωση ΝΟ και προστακυκλίνης κι, έτσι, είναι ισχυρό αγγειοδιασταλτικό in vivo.