Δύσπνοια, κατηγορικές διαβαθμίσεις

|οπτική, αναλογική κλίμακα|κατηγορικές κλίμακες - Borg|Κλίμακα αναπνευστικής δυσχέρειας|δείκτης MRC|διάγραμμα κόστους οξυγόνου|βασικός δίκτης δύσπνοιας|δείκτης μεταπτώσεως σε δύσπνοια|Στις κατηγορικές διαβαθμίσεις της δύσπνοιας, χρησιμοποιούνται πίνακες ή άλλου τύπου σύντομες περιγραφές προτυποποιημένων βαθμίδων κοπώσεως. Μεταξύ των κατηγορικών διαβαθμίσεων, συχνότερα χρησιμοποιείται η κλίμακα Borg, κατά τη διάρκεια των καρδιοαναπνευστικών δοκιμασιών κοπώσεως. Το πλεονέκτημα της κλίμακας Borg είναι ότι επιτρέπει συγκρίσεις των απόλυτων τιμών εντάσεως δύσπνοιας που προκαλείται από ερέθισμα δεδομένης εντάσεως, μεταξύ ατόμων της ίδιας ομάδας ή διαφορετικών ομάδων. βλέπε: δύσπνοια.
Κλίμακες διαβαθμίσεως της δύσπνοιας. όπως πρπειπώθηκε διακρίνουμε κατηγορικές και μη κλίμακες δύσπνοιας και, επίσης, πολυδιάστγατες και μονοδιάστατες. Μερικές χρησιμοποιούν την τεχνική της διαβαθμίσεως που, εν γένει, μετράνε τη σχέση μεταξύ ενός φυσικού ερεθίσματος και της αισθαντικότητάς του (β59,60). Με αυτές επιχειρείται να αποτυπώθεί το μέγεθος του ερεθίσματος κια να επιτραπεί η σύγκριση μεταξύ διαφόρων υποκειμένων (β61).
Επειδή η απόκριση σε παρόμοιες 0 λειτουργικές διαταραχές των ασθενών διαφέρουν, όπως καταγράφονται στις δοκιμασίες λειτουργικού ελέγχου αναπνοής έχουν εισαχθεί μέθοδοι αντικειμενικής αποτιμήσεως της δύσπνοιας, βασισμένες στου ψυχοφυσικού νόμους του Fechner. Έχουν προταθεί διάφορες ημιποσοτικές μέθοδοι διαβαθμίσεως της δύσπνοιας. Oι κλίμακες αυτές απευθλυνονται στις ανάγκες των κλινικών ερευνών, αλλά αποτελούν και εργαλεία αυτοεκτιμήσεως ή κλινικής εκτιμήσεως. Γενικά ποικίλλουν ως προς τις παρμέτρους τις οποίες διαβαθμίζουν. Οι απλούστερες εξ αυτών -μονοδιάστατες-  είναι υποκειμενικές εκτιμήσεις Οι κλίμακες μιας διαστάσεως μετράνε την ένταση ενός μόνον συμπτώματος σε δεδομένη χρονική στιγμή. και αυτό μπορεί να επιτευχθεί με την κλίμακα Borg ή οι συνεχείς αναλογικές κλίμακες. Τόσο οι κατηγορικές κλίμακες, όπως η κλίμακα Borg, όσο και οι αναλογικές, όπως η VAS, έχουν την ικανότητα να  αποτυπώνουν τις μεταβολές που προκαλεί η εξέλιξη της παθήσεως ή η απόδοση της θεραπείας, στο 'δυσάρεστο αίσθημα της αναπνοής', δηλάδή στο μέτρο της δύσπνοιας, αν και δεν είναι κατάλληλες για σύγκριση μεταξύ των ασθενών. Ένας άλλος τύπος βαθμονομήσεως της δύσπνοιας, ταυτοποιεί τη δραστηριότητα που επιφέρει δύσπνοια, με αντιπροσωπευτικότερο παράδειγμα, εκείνο του βρεττανικού Medical Research Council, MRC. Για την αποτίμηση της δύσπνοιας μέ την κλίμακα MRC, ζητείται από τον ασθενή να αναφέρει την ελάχιστη δραστηριόττηα που του επιφέρει δύσπνοια, Είναι πολύ εύχρηστη μέθοδος αλλά το γεγονός ότι είναι επίσης, βαθμιδωτή, δεν αποτυπώνει μικρές διαφορές και, στην πραγματικότητα, είναι χρήσιη, μόνο για την αρχική εκτίμηση του ασθενούς -όχι για παρακολούθηση της εξελίξεως της καταστάσεώς του. Το 'διάγραμμα κόστους οξυγονου' (&) είναι πλέον ευαίσθητος δείκτης επειδή συμπεριλαμβάνει διάφορες δραστηριότητες αυξανόμενης παραγωγής έργου  κατά μήκος μιας οριζόντιας γραμμής. Προτείνονται, εν τούτοις, και άλλες κλίμακες όπως ο βασικός δείκτης δύσπνοιας (baseline
dyspnea index, BDI), που υπολογίζεται από έναν παρατηρήτη και υπολογίζει τρεις μεταβλητές: τη λειτουργική διαταραχή που προκαλεί η δύσπνοια, το μέγεθος της προπάθειας που καταλήγει στην εμφάνιση δύσπνοιας και το μέγεθος της προσπάθειας που προκαλεί δύσπνοια, μετά μια ορισμένη χρονική στιγμή. Ο δείκτης μεταπτώσεως σε δύσπνοια (transition dyspnea index, TDI), επίσης, μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την αποτίμηση μεταβολών στις προαναφερόμενες παραμέτρους. Μια άλλη ομάδα 'εργαλείων' επικεντρώνει στις επιδράσεις που η δύσπνοια ασκεί στις καθημερινές δραστηριότητες (activities of daily living, ADL) και φωτίζει περιοχές, στις οποίες οι ασθενείς μπορούν να δραστηριοποιούνται ώστε να επιτύχουν βελτίωση της  ποιότητας της ζωής τους. Και οι τεχνικές αυτές, ωστόσο, είναι κατάλληλες για μεταξύ των ασθενών συγκρίσεις και χρησιμοποιούνται μόνο για έλεγχο των παθοφυσιολογικών μεταβολών του ίδιου ασθενούς. Από τις τεχνικές αυτές, γνωστότερη είναι το ερωτηματολόγιο St. George Respiratory Questionnaire, SGRQ) ομε το οποίο ελέγχονται τα συμπτώματα που οφείλεονται σε παθήσεις των αεραγωγών. Επίσης το ερωτηματολόγιο χρονίων αναπνευστικών νοσημάτων (chronic respiratory questionnaire, CRQ) με το οποίο εκτιμάται η επίδραση της δύσπνοιας σε πέντε, προτυπωμένες, δραστηριότητες, που επιλέγονται από τον ίδιο τον ασθενή, ως περισσόερο 'δύσκολες' κια, επίσης, έχει μικρή αξία για τη σύγκριση μεταξύ των ασθενών.
Όλες οι κλίμακες αυτές βασίζονται στις εκτιμήσεις των ίδιων των ασθενών αν και σε μερικές, τουλάχιστον, καταστάσεις απαιτείται αντικειμενικότερη εκτίμηση. Η απαίτηση αυτή έχει οδηγήσει στην ανάπτυξη δοκιμασιών ασκήσεως με διαβαθμιζόμενα επίεπδα καταβολής έργου, και άμεση καταγραφή των προκαλουμένων συμπτωμάτων, η εμφάνιση των οποίων συναρτάται ευθέως και γραφικά με τις παθοφυσιολογικές μεταβολές από το αναπνευστικό και την καρδιά. Η πλέον εκτεταμένα χρησιμοποιούμενη σχετική δοκιμασία είναι η δοκιμασία 6λεπτης βαδίσεως (6-min walk test (6 MWT), για την οποία υπάρχουν οδηγίες διενέργειας και προβλεπόμενες τιμές. Στην καθημερινή κλινική πράξη, έχει, επίσης, εισαχθεί η δοκιμασία βαδίσεως σε επίπεδο υπό κλίση συνεχούς αυξήσεως (incremental shuttle walk test), μέχρι την εξάνλτηση του ασθενούς. Οι δοκιμασίες αυτές διενεργούνται εύκολα και δεν απαιτούν πολύπλοκες συσκευές, καθώς απαιτούν άλλες δοκιμασίες, με τις οποίες είναι δυνατή η μέτρηση του παραχθέντος έργου (σε watts), υπό ταυτόχρονη καταγραφή του καρδιακού ρυθμού, της αρτηριακής πιέσεως, της οξυμετρίας κατά τη διάρκεια της ασκήσεως, και καταγραφών εντάσεως συμπτωμάτων  με τη χρήση MBS ή VAS, προς σύγκριση με φυσιολογικές παραμέτρους (π.χ., VO2MAX. Oι περισσότερες κλινικές δοκιμές και μέθοδοι εκτιμήσεως των ασθενών εμπλέκουν, επίσης, τα αποτελέσματα από το λειτουργικό έλεγχο αναπνοής, με υποκειμενικά και αντικειμενικά λειτουργικά scores (π.χ., του δείκτη μεταπτώσεως σε δύσπνοια, TDI, και η 6ΛΔΒ με το ερωτηματολόγιο ST George). Ένας παρόμοιος, σύνθετος δείκτης είναι ο δείκτης BODE, ο οποίος έχει δοκιμαστεί κι έχει αξιολογηθεί. Το όνομά του έλκει από τα συστατικά του: Body mass index, degree of airways Obstruction, modified MRC Dyspnea score, and Exercise capacity on the basis of 6 MWT. έΟ δείκτης BODE βαθμονομείται από 1-10 και φαίνεται ότι είνια ο καλύτερος προγνωστικός δείκτης της θνητότητας για τη ΧΑΠ, συγκριτικά με τον FEV1.
Εντοπίζονται διάφοροι λόγοι για τους οποίους οι ασθενείς αδυνατούν να περιγράψουν την ένταση της δύσπνοιας που βιώνουν, που σχυνά είνια αποτέλεσμα ελλειπους αισθνατικότητας του μεγέθους του συμπτώματος ή της ανεπαρκούς θεραπείας.

Dalhousie Dyspnea Scales
https://d.pr/free/i/QO4BJd. Αξιολογείται κλινικά μια εικονομετρική μέθοδος αυτεκτίμησης της δύσπνοιας, μεταξύ παιδιών, ηλικίας 8-18 ετών, πάσχοντα από άσθμα, κυστική ίνωση, έναντι υγιών παιδιών. και συγκρίθηκε με μια αναλογική κλίμακα 1-100 που αντιστοιχούσε σε σ΄ένα κατηγορικό φάσμα μεταξύ 'καθόλου'  και 'μέγιστη'.