Ιστιοκύτταρα –σιτευτικά κύτταρα- μαστοκύτταρα mast cells

Κύτταρα των ιστών που βρίσκονται δίπλα στα αγγεία όλου του σώματος και περιέχουν κυστίδια με προσχηματισμένους μεσολαβητές της φλεγμονής (à642). Το πολλών τύπων κύτταρο, γνωστό, επίσης, ως λαβροκύτταρο, εντοπίζεται σε διαφόρους ιστούς. Διακρίνεται από πληθώρα κυστιδίων που περιέχουν προσχηματισμένες βιοδραστικές ουσίες, κυρίως, ισταμίνη και ηπαρίνη. Γνωστότερα, κυρίως για την εμπλοκή τους στην αλλεργία και την αναφυλαξία, τα σιτευτικά κύτταρα διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στους προστατευτικούς μηχανισμούς, καθώς συμμετέχει στην επούλωση και την άμυνα έναντι παθογόνων.

Η πρώτη τους περιγραφή εντοπίζεται στη διδακτορική διατριβή του Ehrlich Paul, το 1878, που τα αναγνώρισε λόγω των ενιαίων χρωστικών χαρακτηριστικών των κυστιδίων τους.

Σχετίζονται με τα βασεόφιλα κοκκιοκύτταρα, γεγονός που οδηγούν πολλούς συγγραφείς να τα θεωρούν ότι προέρχονται από τάξη λευκών αιμοσφαιρίων, ακινητοποιημένων στους ιστούς. Πρόσφατες διευκρινίσεις που αφορούν την προέλευσή τους, υποστηρίζουν ότι προέρχονται από διαφορετική όμάδα προγεννητόρων κυττάρων, που, όπως και τα βασεόφιλα εκφράζουν το μόριο CD34. Τα βασεόφιλα εγκαταλείπουν το μυελό των οστών σχεδόν ήδη ώριμα, ενώ τα σιτευτικά κύτταρα, κυκλοφορούν ανώριμα, και ωριμάζουν μετά την εγκατάστασή τους σε κάποιον ιστό.

Διακρίνονται σε δύο ευρείες κατηγορίες, εκείνα του συνδετικού ιστού και εκείνα των βλεννογόνων. Η δράση των τελευταίων εξαρτάται από τα Τ-λεμφοκύτταρα. Περιβάλλουν τα αγγεία και τα νεύρα και συναθροίζονται σε περιοχές διεπαφής του εξωτερικού κόσμου με το εσωτερικό περιβάλλον, όπως το δέρμα, οι πνεύμονες και το πεπτικό σύστημα, οι επιπεφυκότες, το στόμα, και η ρινική κοιλότητα (à763, 836, 1175).