Αναστολείς μεταναστεύσεως

Τα ουδετερόφιλα μπορεί να μεταπέσουν σε απενεργοποιημένη κατάσταση και να παραμείνουν οριστικά ανερέθιστα προς κάποια κυτταροτακτίνη σε πειραματικά παρασκευάσματα, εάν προεπωασθούν με το συγκεκριμένο παράγοντα. Η απενεργοποίηση είναι εντελώς ειδική και ισχύει μόνο για τον παράγοντα με τον οποίο τα κύτταρα έχουν προεπωασθεί. Επειδή στην κατάσταση αυτή ο μεταβολισμός των κυττάρων είναι υψηλός, παρά το γεγονός ότι δεν παρατηρείται μετανάστευση, πιστεύεται ότι, στην πραγματικότητα, αυξάνεται η πρόσφυση των κυττάρων, παρά αναστέλλεται η ικανότητα μεταναστεύσεως. Από τον ορό έχουν απομονωθεί δύο διακριτοί μεταξύ τους παράγοντες που αναστέλλουν τη χημειοταξία (CFI). Ο ένας, μιά β-σφαιρίνη που αναστέλλει το C3a και ο άλλος, μιά α-σφαιρίνη που αναστέλλει το C5a, ενώ και οι δύο αναστέλλουν την καλλικρεΐνη, τους βακτηριδιακούς χημειοτακτικούς παράγοντες και τη χημειοτακτική για τα μονοκύτταρα δράση των λεμφοκινών. Η λειτουργία των αναστολέων αυτών σχετίζεται με τη δραστηριότητα της αμινοπεπτιδάσης.

 Τα ουδετερόφιλα παράγουν διάφορους τύπους αναστολέων χημειοταξίας. Ένας από τους τύπους αυτούς, που ονομάζεται παράγων ακινητοποιήσεως των ουδετεροφίλων" (neutrophil immobilizing factor, NIF), αναστέλλει την παθητική κίνηση και τη χημειοταξία των ουδετερόφιλων (πίνακας) και των ηωσινόφιλων, αλλά όχι των μονοπυρήνων. Ευρίσκεται προσχηματισμένος στα ουδετερόφιλα και τα μονοκύτταρα και απελευθερώνεται κατά τη φαγοκυττάρωση, οπότε είναι δυνατό να παρατηρηθεί διαρροή και άλλων ενζύμων και μεσολαβητών. Ένας άλλος τύπος αναστολέως, που ομοιάζει με τους CFI, αδρανοποιεί το C3a, C5a και μιά κυτταροτακτίνη που παράγεται από την E. colli. Η ελαστάση και η καθεψίνη D είναι δραστικοί, ανασταλτικοί του C5a παράγοντες. Όταν το κύτταρο παύει να αναγνωρίζει την κλιμάκωση της πυκνότητας του κυτταροτακτινογόνου, ο προσανατολισμός των ψευδοποδίων αναστέλλεται και το κύτταρο ακινητοποιείται.

1. Κλινικά σύνδρομα συνδεόμενα με παθολογικά επίπεδα αναστολέων χημειοταξίας.

Παθολογική χημειοταξία ουδετερόφιλων μπορεί να παρατηρηθεί επί παρουσίας αυξημένων επιπέδων κυκλοφορούντων αναστολέων. Αυξημένα επίπεδα CFI στον ορό   έχουν ανιχνευθεί σε ασθενείς με κίρρωση του ήπατος, ουραιμία, νόσο Hodgkin, σαρκοείδωση και δερματική ανεργία. Έχει διαπιστωθεί ότι η παρουσία αναστολέων χημειοτακτικών παραγόντων παραλληλίζεται με την ύπαρξη δερματικής ανεργίας και ότι η αποκατάσταση της δερματικής ανεργίας συνεπάγεται την ελάττωση της ανασταλτικής δραστηριότητας του ορού. Πρέπει, όμως, να σημειωθεί ότι στις καταστάσεις αυτές συμμετέχουν και άλλοι παράγοντες, εφόσον οι ασθενείς με δερματική ανεργία εμφανίζουν μειωμένη λεμφοκυτταρική παραγωγή χημειοτακτικού παράγοντος, αλλά και μειωμένη απαντητικότητα των μονοκύτταρων και των ουδετερόφιλων στα συνήθη χημειοτακτικά ερεθίσματα. Δεν είναι κλινικά συνηθισμένη η ανίχνευση υψηλών επιπέδων αναστολεών της χημειοταξίας.

Οι ασθενείς με καρκίνο του πνεύμονα, αλλά και άλλων οργάνων, εμφανίζουν, επίσης, υψηλά επίπεδα αναστολεών, που στρέφονται κατά της χημειοταξίας των μονοκύτταρων και των ουδετερόφιλων. Έχει δειχθεί ότι, ο ορός ασθενών με IgA-μυέλωμα αναστέλλει τη χημειοταξία των ουδετεροφίλων. Ο ανασταλτικός παράγοντας στον ορό των ασθενών αυτών απομονώθηκε στο συστατικό m της IgA. Αντίθετα με τα νοσήματα που συνδέονται με αύξηση των συγκεντρώσεων των αναστολέων στον ορό, οι ασθενείς με ανεπάρκεια α1-αντιθρυψίνης και πνευμονικό εμφύσημα εμφανίζουν, επίσης, ανεπάρκεια των μηχανισμών απενεργοποιήσεως των χημειοτακτικών παραγόντων. Η ανεπάρκεια αυτή μπορεί να ευνοεί την ανάπτυξη πνευμονικού εμφυσήματος, επειδή επιτρέπει την αυξημένη δραστηριότητα των ουδετεροφίλων λευκοκυττάρων.