Σύμπλεγμα Μείζονος Ιστοσυμβατότητας, MHC-Major Histocompatibility Compex-, MHC

import_contactsΤο Σύμπλεγμα μείζονος ιστοσυμβα τότητας είναι σύνολο μορίων στην κυτταρι- κή επιφάνεια που κωδικοποιούνται από μια οικογένεια γονιδίων, χαρακτηριστικό των σπονδυλωτών. Τα μόρια αυτά μεσολαβούν διαντιδράσεις με τα κύτταρα που, γενικά, εμπλέκονται στην κυτταρική και χυμική άμυνα. Με το MHC καθορίζεται η συμβατότητα του δότου στις μεταμοσχεύσεις και η επιρρέπεια των ατόμων στην εκδήλωση αυτοάνοσων παθήσεων, μέσω αντιδράσεων διασταυρώσεως. Στα ανθρώπινα όντα, το MHC, επίσης, είναι γνωστό ως Αντιγόνο ανθρώπινων λευκοκυττάρων (HLA).   Για τη διαδικασία συνεχούς συνθέσεως και αποδομήσεως πρωτεϊνών, στην οποία επιδίδονται τα κύτταρα, φέρουν στην επιφάνειά τους έναν επίτοπο, δηλαδή, ένα πρότυπο. Κάθε αντιγόνο, μπορεί, έτσι, να αναγνωρισθεί ως οικείο ή ανοίκειο. Το σύστημα γονιδίων του MHC διακρίνεται σε τρεις τάξεις: την τάξη Ι, ΙΙ και ΙΙΙ, και εδράζεται στο στο χρωμαστόσωμσα 6. Περίπου τα μισά, από τα γονίδια αυτά έχουν ανοσιακές ιδιότητες. Από τις τάξεις αυτές, οι πρώτες δύο  αναγνωρίζονται από διαφορετικούς τύπους Τ-λεμφοκυττάρων. Τα μόρια τάξεως Ι ανιχνεύονται σε όλα τα  εμπύρηνα κύτταρα, εκτός των ερυθροκυττάρων, ενώ τα μόρια τάξεως ΙΙ ανιχνεύονται μόνο στα αντιγονοπαρουσιαστικά κύτταρα, στα οποία συμπεριλαμβάνονται τα δενδριτικά κύτταρα, τα  μακροφάγα, τα Β-λεμφοκύτταρα και ορισμένα άλλα κύτταρα. Το MHC εμπλέκεται στις "κύτταρο-κύτταρο" αντεπιδράσεις του προσαρμοσμένου αμυντικού συστήματος, που διαδραματίζουν κριτικό ρόλο στην προστασία από τα παθογόνα. Οι αντεπιδράσεις αυτές ενορχηστρώνονται από τις ανοσολογικές συνάψεις, των οποίων πρωτεύον συστατικό είναι οι υποδοχείς των λεμφοκυττάρων Τ (TCR) και το MHC. Η βασική αποστολή του TCR είναι η αναγνώριση αντιγόνων και η διαβίβαση διεγέρσεων σημάτων στο εσωτερικό του κυττάρου. Καθώς η σύνδεση με ένα πεπτίδιο του MHC δεν είναι ομοιοπολική, υπάρχουν πολλοί παράγοντες που εισφέρουν στη σταθεροποίηση της συνδέσεως. Ειδικότερα, ο TCR αναγνωρίζει αντιγονικά πεπτίδια σε συνεργασία με το MHC, και τα κυτοτοξικά Τ-λεμφοκύτταρα αναγνωρίζουν τμήματα των αντιγονικών πρωτεϊνών που δεν είναι ομοιοπολικά συνδεδεμένα με μόρια της κλάσεως Ι του MHC, ενώ τα επικουρικά Τ-λεμφοκύτταρα αναγνωρίζουν συγκρίμματα αντιγονικών πρωτεϊνών που είναι συνδεδεμένα με μόρια κλάσεως ΙΙ του MHC.

Η τάξη Ι μορίων MHC συντίθεται από δύο πολυπεπτιδικές αλυσίδες, μια μακρά, την α-αλυσίδα, της οποίας διακρίνονται 4 περιοχές (η κυτοπλασματική, η διαμεμβρανική, η α3 προς την οποία συνδέονται τα  CD8 και μια πολυμορφική περιοχή, δεσμεύσεως πεπτιδίων)  και μια βραχεία, τη β, που επίσης, ονομάζεται β2-μακροσφαιρίνη (à372).  Η β2 μακροσφαιρίνη συνδέεται με την α-αλυσίδα, και εισφέρει στη διατήρηση κατάληλου σχήματος του μορίου MHC.

Τα μόρια τάξεως ΙΙ αποτελούνται από δύο πολυπεπτιδικές αλυσίδες, την α- και β- παρόμοιου μήκους. Και επί των δύο διακρίνονται 4 περιοχές: μια κυτοπλασματική περιοχή, η οποία εμπεριέχει θέσεις φωσφορυλιώσεως και θέσεις δεσμεύσεως κυτοσκελετικών στοιχείων, μια διαμεμβρανική περιοχή, που εμπεριέχει θέσεις υδροφοβικών αμινοξέών, μέσω των οποίων το μόριο προσκολλάται στην κυτταρική μεμβράνη, μια περιοχή συνδέσεως των CD4 (à23) και, τέλος, μια πολυμορφική περιοχή συνδέσεως πεπτιδίων που σχηματίζεται από τους ανοσολογικούς χώρους α1 και β1.

Αν και υπάρχει υψηλός βαθμός πολυμορφισμού, κάθε άτομο διαθέτει το μέγιστο 6 διαφορετικά είδη μορίων τέξεως Ι και μόλις λίγα παραπάνω τέξεως ΙΙ. Ο πολυμορφισμός είναι απαραίτητος για την επιβίωση των ειδών. Κάθε μόριο του MHC φέρει μόνο μια θέση δεσμεύσεως, όπου δεσμεύονται όλα τα διαφορετικά είδη αντιγονικών πρωτεϊνών. Η δέσμευση με το SMI πρωτεϊνών ορίζει την αποδόμησή τους. Το MHC ορίζεται αποκλειστικά στην επιφάνεια του κυττάρου, η δράση του προϋποθέτει διακυτταρική επαφή. Το γονίδιο που κωδικοποιεί κάθε μόριο του MHC, εκφράζεται στην επιφάνεια όλων των εμπύρηνων κυττάρων. Κάθε ώριμο Τ-λεμφοκύτταρο εκφράζει έναν επιφανειακό υποδοχέα που αναγνωρίζει πεπτίδια συνδεδεμένα με MHC. Η αναγνώριση αυτή οριοθετεί το δεύτερο επίπεδο ελέγχου. Οι κυτοκίνες, ιδίως, η ιντεφερόνη-γ αυξάνει τα επίπεδα της εκφράσεως του MHC. Πεπτίδια από το κυτόπλασμα συνδέονται με μόρια κλάσεως Ι και τα κυτοκτόνα Τ-λεμφοκύτταρα, ενώ πεπτίδια από τα κυστίδια, αναγνωρίζονται από τα μόρια κλάσματος ΙΙ και αναγνωρίζονται από τα επικουρικά Τ-λεμφοκύτταρα.