αντιστάσεις αεραγωγών και διατασιμότητα

Η διατασιμότητα (ή ενδοτικότητα)  εκφράζει την ελαστικότητα του συστήματος ‘πνεύμονες-θωρακικό τοίχωμα’ και ελέγχει την κατ΄όγκο μεταβολή του συστήματος. Αντίθετα, με τον όρο αντί­στα­ση εκφράζονται οι μη ελαστικές ιδιότητες του συστήματος. Η αντίσταση στους αε­ρα­γωγούς είναι ο λόγος της αγωγού πιέσεως προς την προκαλούμενη ροή αέ­ρος και εκφέρεται σε cm Η2Ο•L-1•sec-1. Μετριέται υπό την αυθαίρετα οριζόμενη ρο­ή 0.5 l/sec, τη ροή που παρατηρείται κατά την ήρεμη αναπνοή. Εάν η αντί­στα­ση ροής στους αεραγωγούς είχε μετρηθεί υπό μεγαλύτερη ροή, θα έδινε υψη­λό­τε­­ρη τιμή. Ο λόγος της εξαρτήσεως της αντιστάσεως από τη ροή είναι ότι η σχέ­ση μεταξύ της ΔΡ και της V`είναι διαφορετική προκειμένου για γραμμική ροή, πα­ρά για στροβιλώδη και ο τύπος ροής, πχ., το ποσοστό της ροής που εκφέρεται υ­πό μορφή στροβιλώδους ροής, εξαρτάται από την ταχύτητα ροής για δεδομένη συν­θήκη.

Παράγοντες που επιδρούν στις γεωμετρικές ιδιότητες των αεραγωγών, επη­ρε­ά­ζουν την αντίσταση ροής σε αυτούς, μερικές φορές κατά δραστικό τρόπο. 

Η αντίσταση στη ροή είναι συνάρτηση του αριθμού, του μήκους, και της δια­μέ­τρου των αεραγωγών. Αν και ο αριθμός των αεραγωγών είναι σταθερός, το μή­κος τους εξαρτάται από τον πνευμονικό όγκο στον οποίο μετριούνται, εφ΄όσον εί­ναι μεγαλύτερο κατά το τέλος της εισπνοής, παρά κατά το τέλος της εκπνοής. Η δι­ά­­μετρος των αεραγωγών μεταβάλλεται ακόμη περισσότερο, κατά τη διάρκεια του αναπνευστικού κύκλου, και οι αεραγωγοί είναι ευρύτεροι κατά το τέλος της ει­σ­­­πνοής, παρά κατά το τέλος της εκπνοής. Η διάμετρός τους, όμως, μεταβάλ­λεται ως αποτέλεσμα αντεπιδράσεων παραγόντων, άλλοι από τους οποίους τεί­νουν να προκαλούν βρογχόσπασμο και άλλοι, βρογχοδιαστολή. Η αύξηση, πχ., του τό­­­νου των λείων μυικών ινών των βρόγχων, η ελαστικότητα και η επιφανει­α­κή τά­ση συγκαταλέγονται μεταξύ των παραγόντων εκείνων που τείνουν στη μεί­ω­ση του αυλού των βρόγχων. Η έξωθεν ακτινωτή έλξη του τοιχώματος των βρόγ­­χων α­πό το παρακείμενο πνευμονικό παρέγχυμα και η προς τα έξω κατευ­θυνόμενη δι­α­τοιχωματική πίεση (διαπνευμονική) αποτελούν παράγοντες που τεί­νουν να δι­ε­υρύνουν τους αεραγωγούς. Μεγάλη επίδραση στη διαμόρφωση των αντι­στά­σε­ων ασκεί, επίσης, ο πνευμονικός όγκος στον οποίο γίνεται η μέτρηση. Κατά τη δι­ά­ρκεια δυναμικής εκπνευστικής προσπάθειας, υπό πνευμονικούς όγ­κους χα­μη­λό­τερους της FRC, η αντίσταση ροής αυξάνεται οξέως, με την προο­δευ­τική ελάτ­τω­ση του πνευμονικού όγκου προς τη μικρότερη δυνατή τιμή του RV. Οι αντι­στά­σεις αυξάνονται, αν και με βραδύτερο ρυθμό, καθώς ο πνευμο­νι­κός όγκος αυ­ξά­νεται πέρα από το επίπεδο της FRC, λόγω της επιτεινούμενης έλξεως των τοι­χωμάτων από το εκπτυσσόμενο πνευμονικό παρέγχυμα.  Η αύξηση της ε­γκάρ­σιας διαμέτρου των αεραγωγών μειώνει την αντίσταση ροής, ενώ , ε­πι­πλέ­ον, καθώς η διατομή των αεραγωγών αυξάνεται, με την πρόοδο της αναπνοής, η τα­χύτητα ροής μειώνεται για την ίδια ογκομετρική ροή, γεγονός που επηρεάζει τον τύπο της ροής, καθιστώντας την περισσότερο γραμμική, για την ίδια ταχύ­τη­τα ροής. Όπως προαναφέρθηκε, οι αεραγωγοί επιμηκύνονται κατά τη διάρκεια της ειπνοής και βραχύνονται κατά τη διάρκεια της εκπνοής, που σημαίνει ότι η με­ταβολή του μήκους αναιρεί μέρος της βελτιώσεως των αντιστάσεων που προ­κά­λεσε η διεύρυνσή του, επίσης,  κατά την εισπνοή. Κατά παρόμοιο τρόπο, η ε­κπνευ­στική βράχυνση των αεραγωγών αντιστρατεύεται, αλλά σε μικρό ποσοστό, την ελάττωση των αντιστάσεων που επιβάλλεται κατά την εκπνοή.

Οι βρογχικές εκκρίσεις, το οίδημα του βλεννογόνου, η  συμφόρηση των αγ­γεί­ων του βλεννογόνου και ο βρογχόσπασμος, διαμεσολαβούμενος από χημικούς πα­­ρά­γοντες (ισταμίνη) ή νευρογενείς μηχανισμούς (διέγερση του πνευμονογα­στρι­­κού) προκαλούν αύξηση της αντιστάσεως, καθώς ασκούν δυσμενείς επιδρά­σεις στις γεωμετρικές ιδιότητες των βρόγχων.

Λιγότερο εμφανής αιτία αυξήσεως των αντιστάσεων είναι η απώλεια της ελα­στι­­κότητας του πνευμονικού παρεγχύματος. Η αύξηση της πνευμονικής διατα­σι­μό­­τητας προκαλεί  ελάττωση της διαπνευμονικής πιέσεως και ελάττωση της ακτι­νω­­τής υποστηρίξεως των τοιχωμάτων των αγωγών, τα οποία έτσι, συμπίπτουν, με αποτέλεσμα αύξηση των αντιστάσεων.