ηωσινόφιλο

Tα ηωσινόφιλα στο άσθμα Τα ηωσινόφιλα διαδραματίζουν ενεργοποιητικό ρόλο στο άσθμα, απελευθερώνοντας προφλεγμονώδεις μεσολαβητές κυτοτοξικούς μεσολαβητές, και κυτοκίνες. Κυκλοφορούντα ηωσινόφιλα μεταναστεύουν στους βρόγχους, με μηχανισμούς κυλήσεως, στους οποίους εμπλέκονται οι σελεκτίνες, και, ενδεχομένως, προσκολλώνται στο ενδοθήλιο μέσω συνδέσεως με ιντεγρίνες, συνδεόμενες με πρωτεΐνες (μόρια προσκολήσεως στα αγγειακά κύτταρα 1: vascular cell adhesion molecule 1 [VCAM-1] και ενδοκυττάρια μόρια προσκολλήσεως: intercellular adhesion molecule 1 [ICAM-1]). Καθώς τα ηωσινόφιλα εισέρχονται στο δίκτυο της μεμβράνης η επιβίωσή τους παρατείνεται από τη δράση της ιντερλευκίνης -5 (IL-5) και του granulocyte-macrophage colony- stimulating factor (GM-CSF). Κατά την ενεργοποίησή τους, τα ηωσινόφιλα απελέυθερώνουν μεσολαβητές της φλεγμονής όπως τα λευκοτριένια, και κοκκιώδεις πρωτεΐνες, που προκαλούν βλάβες στους ιστούς των αεραγωγών.
Το άσθμα χαρακτηρίζεται από αύξηση του αρθμού των στους αεραγωγούς, όπως κια, συχνά, στο περιφερικό αίμα. Η αύξηση της ηωσινοφιλίας στους αεραγωγούς συνοδεύετια με επιδείνωση των μετρήσεων, της πνευμονικής λειτουγίας, όπως της βρογχικής υπεραντιδραστικότητας, αν και, πρόσφατα, εγείρονται επιφυλάξεις. Στα φάρμακα που καταστέλλουν την ηωσινοφιλία περιλαμβάνονται τα κορτικοειδή, τα αντιIgE και τα αντι-IL5, που όλα τους είναι δραστικά στη μείωση των παροξυσμών άσθματος. Πιστεύετια ότι τα ηωσινόφιλα μεαβάλλουν τη βρογχική λειτορυγία, επί άσθματος, μέσω της δράσεως δραστικών πρτεϊνών των κυτοπλασματικών τους κοκκίων και μέσω της ικανότητάς τους να εκκρίνουν κιτοκίνες. Σ΄αυτές ανήκουν η μείζων βασική πρωτεΐνη (major basic protein, MBP), που είναι δραστική έναντι των ελμίνθων και μποορεί να διασπάσει της διπλοστιβάδας των λιπιδίων των κυττάρων των θηλαστικών, η ηωσινοφιλική κατιονική πρωτεΐνη (eosinophil cationic protein, ECP), η ηωσινοφιλική περοξειδάση, (eosinophil peroxidase, EPX) και η νευροτοξίνη τους (eosinophil-derived neurotoxin, EDN). Οι ΜΒΡ είναι, επίσης, ανταγωνιστικές στους μουσκαρινικούς υποδοχείς Μ2 που, φυσιολογικά επιβάλλουν αρνητική ανάδρομη δράση στον περιορισμό της νευροδιαβιβάσεως και του βρογχοσπάσμου. Οι ECP και EDN έχουν αντιριβονουκλεασικές δράσεις  και διαμεσολαβούν νευροτοξικές δράσεις ενώ και οι δύο πρωτεΐμες έχουν αντιϊκή δράση. Η περοξειδάση είναι δραστική επειδή απράγει δραστικές οξειδωτικές ρίζες. Η συνόλη δράση των πρωτεϊνών των κοκκίων των ηωσινοφίλων μπορεί να θεωρηθεί ότι έγκειται στον νευρογενώς μεσολαβούμενο βρογχόσπασμο κια την ενεγοποίηση των επιθηλιακών κυττάρων. Ο ρόλος των ηωσινοφιλικών κιτοκινών, συμπεριλαμβανομένων των TGFa και -β, μπορεί να είνια η διαμεσολάβηση της απλευθερώσεως βλέννης και της προαγωγής της ινώσεως, αντίστοιχα.  

Τα ηωσινόφιλα διαδραματίζουν κεντρικό ρόλο σε δύο κύριες ανοσοαπαντήσεις:
[α] Στην άμυνα του οργανισμού κατά των παρασίτων και,
[β] στην άμεση υπερευαισθησία. βλέπε: ο ρόλος των ηωσινοφίλων στο άσθμα
Τα κύτταρα αυτά έχουν εξειδικευμένη αμυντική ικανότητα έναντι των ελμίνθων, με την παραγωγή ειδικών βασικών πρωτεϊνών, που επάγουν τη συγκόλληση των ελμίνθων και την παραγωγή κατιονικών πρωτεϊνών  με ελμινθοκτόνο δράση. Στα ζώα, η εκλεκτική αντικατάσταση των ηωσινόφιλων, με χρήση αντιορών, συνεπάγεται δραστική μείωση της άμυνας απέναντι στις παρασιτικές λοιμώξεις. Αντεπιδρώντας με τα σιτευτικά κύτταρα, τα ηωσινόφιλα υπεισέρχονται στις διαδικασίες της ολοκληρώσεως της υπερευαισθησίας τύπου Ι (άμεση αντίδραση), που θεωρείται υπεύθυνος ανοσολογικός μηχανισμός στην παθογένεια πολλών μορφών του συνδρόμου ΡΙΕ, μεταξύ των οποίων και εκείνες που συνδυάζονται με βρογχικό άσθμα, με τις συνέπειες της εποικίσεως  του τραχειοβρογχικού δένδρου με ασπέργιλλο, καθώς επίσης και με τις επαγόμενες από φάρμακα αντιδράσεις.
Τα σιτευτικά κύτταρα στους πνεύμονες απελευθερώνουν μεγάλο αριθμό μεσολαβητών, που προκαλούν τον πολλαπλασιασμό και την ενεργοποίηση των ηωσινόφιλων, τα οποία επάγουν την απελευθέρωση λευκοτριενίων (που προκαλούν επίμονο βρογχόσπασμο, αυξάνουν την παραγωγή των τραχειοβρογχικών αδένων και διεγείρουν την όψιμη φάση του άσθματος) και βασικών πρωτεϊνών, που ασκούν απευθείας βλαπτική επίδραση στα επιθηλιακά κύτταρα των αεραγωγών. Από την άλλη, τα ηωσινόφιλα έχουν την ικανότητα να ρυθμίζουν τη δραστηριότητα των σιτευτικών κυττάρων, καθώς απελευθερώνουν ένζυμα, με τα οποία αποδομούνται διάφορα από τα προϊόντα των σιτευτικών κυττάρων, όπως η ισταμίνη, ο παράγων που ενεργοποιεί τα αιμοπετάλια και τα λευκοτριένια. Ετσι, το ηωσινόφιλο φαίνεται ικανό να ενισχύει και να αναστέλλει τις άμεσες  αντιδράσεις υπερευαισθησίας, αλλά οι παράγοντες που προσδιορίζουν την ισορροπία ανάμεσα στις δύο αντίθετες δραστηριότητες δεν έχουν κατανοηθεί. βλ.: PAF και ηωσινόφιλα.
τα ηωσινόφιλα στην ιστική ίνωση
Τα ηωσινόφιλια εκκρίνοπυν TGF-β, κοκκιώδεις πρωτεΐνες μείχονες βασικές πρωτεΐνες, λυσοσωμιακά υδρολυτικά ένζυμα, και ηωσινοφιλική περοξειδάση, παράγοντες, δηλάδή που εμπλέκονται στην ιστική αναδιαμόρφωση και την ίνωση (&, &).
εικόνα 1. ενεργοποίηση των ηωσινοφίλων
Figure 1Ο αυξητικός μετασχηματικός παράγων (TGF-β) που παράγεται από τα ηωσινόφιλα, επάγει την ενεργοποίηση των ινοβλαστών και την διαφοροποίησή τους προς μυοϊνοβλαστες, με υπερέκφραση πρωτεϊνών εξωκυττάριου δικτύου.Έχει δειχθεί ότι η MBP-1 ασκεί προ-ινωτική δράση στη μυϊκή δυστροφία, ενώ οι κοκκιώδεις πρωτεΐνες διεγείρουν τον πολλαπλασιασμό των ινοβλαστών. Είναι ενδιαφέρον να τονιστεί ότι ο TGF-β, η MBP και η ηωσινοφιλική περοιξειδάση διεγείρουν την επιθηλιο-μεσεγχυματική μετάπτωση, και, με τον τρόπο αυτό, εισφέρουν περαιτέρω στην άυξηση των μυοϊνοβλαστών και την ίνωση (&). Επιπλέον, οι τοξικές ηωσινοφιλικές κοκκιώδεις πρωτεΐνες  έχουν εμπλακεί στην ανάπτυξη της ινώσεως του ενδομυοκαρδίου και το καρδιακό σύνδρομο ηπερηωσινοφιλίας (&, &).
βλέπε: παθογένεια ηωσινοφιλικών συνδρόμων|

Τα ηωσινόφιλα, τα σιτευτικά κύτταρα |περιγραφή |ρόλος|σιτευτικά κύτταρα|σιτευτικά  κύτταρα: ο ένοχος;περιγραφή |ρόλος|σιτευτικά κύτταρα|σιτευτικά  κύτταρα: ο ένοχος;|και τα βασεόφιλα, αναγνωρίστηκαν, για πρώτη φορά, από μτον P. Ehrlich, στα τελη τπου 19ου αιώνος, αλλά έκτοτε διαπιστώθηκε, προοδευτικά, ότι τα προαναφερόμενα κύτταρα έχουν πλειάδα κοινών χαρακτηριστικών, καθώς και οι τρεις κυτταρικοί τύποι εμπλέκονται στην παθογένεια των αλλεργικών αντιδράσεων, ως συνέπεια των επιφανειακών του υποδοχέων και των ισχυρών μεσολαβητών που, έχουν την ικανότητα να απελευθερώνουν, μετά την ενεργοποίησή τους. Οι μεσολαβητές αυτοί μποορεί είτε να διατίθενται σε ενδοκυττάρια κυστίδια, προσχηματισμένοι, όπως η ισταμίνη οι πρωτεάσες, και οι κυτοτοξικέ ς πρωτεΐνες, ή να απελευθερώνονται, σε δάστημα δευτερολέπτων ως λεπτών, μετά την ενεργοποίησή τους όπως οι μεταβολίτες του αραχιδονικού οξέος, οι χημοκίνες και οι κιτοκίνες) και απελευθερώνονται εντός λεπτών, ωρών ή ημερών, μετά την ενεργοποίηση των κυττάρων.Ενώ τα ώριμα σιτερυτικά κύτταρα δεν εμφανίζονται στο περιφερικό αίμα, τα ηωσινόφιλα κυκλοφορούν στο περιφερικό αίμα (φυσιολογικά, σε ποσοστό <5% των λευκοκυττάρων)  και στα όργανα του αιμοποιητικού και του λεμφικού συστήματος, στον μυελό των οστών, το σπλήνα, τους λεμφαδφένες, προς ταχεία στρρατολόγηση στους ιστούς που φλεγμαίνουν, Τα βασεόφιλα εμφανίζονται μόνο στο περιφερικό αίμα των υγιών ατόμων σε ποσοστό <1% των λευκοκυττάρων. σε ποσοστό <1 των λευκοκυττάρων, αλλά μεταναστεύουν τα χεώς στους φλεγμαίνοντες ιστούς όπου μπορεί να σχηματίσουν μεγάλες συγκεντρώσεις. Τα σιτευτικά κύτταρα ευρίσκονται στους ενάγγειους ιστούς και είναι περισσότερα με ιστούς που έρχονται σε επαφήβ με το εξωτερικό περιβάλλον .
Ο παθοφυσιολογικός ρόλος των ηωσινοφίλων, των σιτευτικών κυττάρων και των βασεόφιλων συνδέονται ευθέως με την παρουσία της εκ της IgE εξαρτημένης αλλεργίας έναντι παραγόντων του εξωτεριού περιβάλλοντος

Ηωσινοφιλία|Τα ηωσινόφιλα συνδέονται, επιπροσθέτως, με ποικιλία παθήσεων, όπως το άσθμα, η τροπική πνευμονική ηωσινοφιλία, το σύνδρομο Loefler το σύνδρομο Churg-Strauss, ηατοπική δερματίτιδα, η ηωσινοφιλική οισοφαγίτιδα, τα υπερηωσινοφιλικά σύνδρομα μερικές κακοήθειες, αλλά και παρενέργειες φαρμάκων που λαμβάνονται για άλλες παθήσεις. Τα ηωσινόφιλα είναι οριστικά διαφοροποιηθέντα κοκκιοκύτταρα που παράγουν και αποθηκεύουν βιοδραστικά μόρια, όπως οι κυτοτοξικές πρωτεΐνες, λιπιδικοι μεσολαβητές (παράγωγα του αραχιδονικού οξέος), χημοτακτικά πεπτίδια και κυτοκίνες. Θεωρούνται πολυλειτουργικά κύτταρα, ικανά που έχουν την ικανόττηα να τροποποιούν τόσο την σύμφυτη, όσο και την προσαρμοσμένη άμυνα. Ο αριθμός των ηωσινοφίλων στο περιφερικό αίμα ή τους ιστούς που διηθούνται αποτελούν, συχνά, μέτρο της βαρύτητας της παθήσεως στην ώστε, η εφαρμογή θεραπειών που μειώνουν τον αριθμό των ηωσινοφίλων αποτελούν μέρος της θεραπείας των αλλεργικών παθήσεων. Κι επιπλέον, ο αριθμός των ηωσινοφίλων στα πτύελα είναι αξιόπιστος προγνωστικός δείκτης για την απόδοση της αντι-ηωσινοφιλικής θεραπείας στο άσθμα.
Εν τούτοις, ο ακριβής ρόλος των ηωσινοφίλων στην παθογένεια των ηωσινοφιλικών παθήσεων παραμένει ασαφής και αποτελεί αντικείμενο εντατικής έρευνας.