πνευμονία - αιτιολογία πνευμονιόκοκκος

O στρεπτόκοκκος της πνευμονίας είναι το πλέον κοινό βακτηρίδιο που απομονώνεται από ασθενείς με πνευμονία. Είναι σαπρόφυτο του φάρυγγος και του τραχειοβρογχικού δένδρου και πορεί με ευχέρεια να πολλαπλασιασθεί, εάν οι τοπικού αμυνιτκοί μηχανισμοί καμφθούν εξ άλλης αιτίας (αλκολισμός, ηλικίωση, σακχαρώδης διαβήτης, κάπνισμα, ανοσοανεπάρκεια). Η έναρξη της πνευμονίας είναι αιφνίδια και χαρακητίζεται από υψηλό, συνεχή πυρετό, μέχρι 40°C, ταχύπνοια, ταχυκαρδία, παραγωγικό βήχα, με σκοριόχρωμη απόχρεμψη, έντονη πλευρωδυσνία, υποξαιμία, κυάνωση, υποκαπνία, και ολιγουρία. Από τη φυσική εξλέταση αναγνωρίζεται μείωση του αναπνευστικού ψιθυρίσματος, των φωνητικών δονήσεων και άφωνη στηθολαλιά. Παρατηρείται ρινοχειλικός απλούς έρπης. Στην ακτινογραφία θώρακος περιγράφεται ομότιμη σκίαση, που καταλαμβάνει έναν λοβό ή τμήμα. Ο ακτινολογικός όγκος του πνεύμονος διατηρείται, καθώς η πάσχουσα μοίρα του δεν μειώνει, παρά ελάχιστα, τον όγκο της. Παθολογοανατομικά, οι κυψελίδες πληρούνται από εξίδρωμα, κύτταρα της φλεγμονής και ινική, ώστε δεν χάνουν τον όγκο τους. Το χαρακτηριστικό ακτινολογικό εύρημα είναι το αεροβρογχόγραμμα, που υποδηλώνει ότι οι βρόγχοι παραμένουν ανέπαφοι.

Η λευκοκυττάρωση  είναι συχνή, μέτρια, συνήθως δεν υπερβαίνει τις 150000/ml αίματος. Η αιμοκαλλιέργεια είναι θετική, στο 10-20% των ασθενών και εφόσον το δείγμα ληφθεί πριν τη χορήγηση της πρώτης δόσεως του αντιβιοτικού, που δεν πρέπει να καθυστερήσει πέραν του τετραώρου, για τον κίνδυνο επιπλοκών, όπως το εμπύημα, η μηνιηγγίτιδα και η σηψαιμία.Από την ΑΑΑΑ αναγνωρίζεται υποξαιμία, υποκαπνία και αναπνευστική αλκάλωση. Μπορεί να αναγνωρισθεί μέτρια αύξηση ηπατικών ενζύμων και χολερυθρίνης.

Χωρίς αντιβιοτικά, ο βήχας και η απόχρεμψη επιμένουν, αλλά ο πυρετός υφίεται σε φυσιολογικά επίπεδα, και τα υπόλοιπα συμπτώμτα υπστρέφονται. Παρατηρείται αθρόα διούρηση. Τα κλινικά σημία υποχωρούν ταχέως, αλλά τα ακτινολογικά επιμένουν επί περίπου 6 εβδομάδες. Για το λόγο αυτό, η ακτινογραφί θώρακος δεν μπορεί να αποτελεί κριτήριο λύσεως της πνευμονοκοκκικής πνευμονίας και η κλινικάποδέσμευση του ασθενούς βασίζεται στα κλινικάκριτήρια και τη βελτίωση των βιοχημικών και αιματολογικών ευρημάτων. Λόγω των εκ της πυκνώσεως μεταβολών της διθαπνευμονικής πιέσεως , παράγονται παροδικές εικόνες βρογχεκτασιών, στη πάσχουσ μοίρα του πνεύμονος, που υποχωρούν μετά 43 μηνο περίπου. Λέγεται ότι, μετά ένα επισόδιο πνευμονιοκοκκικής πνευμονίας καταλείπεται σημαντική μείωση  των τοπικών αμυντικών μηχανισμών, επί διάατημα μερικών εβδομάδων/μηνλων, διάστημα, κατά το οποίο ο ασθενής είναι επιρρεπης  σε υποτροπές.

παροδικές κυλινδρικές βρογχεκτασίες, μετά πνευμονιοκοκκική πνευμονία.

 Άλλα, εκτός του στρεπτοκόκκου της πνευμονίας, στελέχη του στεπτοκόκκου, όπως ο πυογόνοςστρεπτόκοκκος, δεν εαποτελούν συχνό αίτιο πνευμονίας. Προσβάλλιε περισσότερο τους νέους, παρά τους ηλικιωμένους. Η πνευμονία που αποδίδεται στον πυογόνο στρετόκοκκο, καλσικά, παρατηρείται μετά ιογενή λοίμωξη, η οποία έχει προκαλε΄σει έκπτωση των τοπικών αμυντικών μηχανισμών, όπως μετά προβολή παιδιών από ιλαρά, ανμμευελογιά ή ερυθρά ή ενηλίκων, μετά πό πρσοβολή από γρίππη, η ανεμευλογιά. Η κλινική εικόνα είναι παρόμοια της πνευμονιοκοκκικής πνευμονίας, αλλά αναπτύσσεται συχνότερα πλευριτική συλλογή και εμπύημα και, σπανιότερα, πνευμοθώρακας, περικαρδίτις, μεσοθωρακλιτις και βρογχοϋπεζωκοτικό συρίγγιο.