πνευμονία από ιό της ινφλουένζα (γρίππης)

εχουν ταυτοποιηθεί τρεις τύποι ιού της  γρίππης, ο Α, Β και C. Ενώ στον τύπο Α αποδίδονται οι σοβαρότερες και περισσότερες διεσπαρμένες λοιμμώξεις, o ιός C δεν φαίνεται να είναι παθογόνος για τον άνθρωπο. . Από τα σημαντικότερα αντιγόνα τους, η αιμογλουτινίνη (Ηχ) εμφανίζει περιοδικές μεταβολές που μπορεί να είναι μείζονες ή ελάσσονες και ευθύνονται για τις γονιδιακές τροποποιήσεις του ιού. Η νευροαμινιδάση (σιελονιδάση) (Νχ) δεν φαίνεται ότι υφίσταται μεταβολές και δεν εμπλέκεται στις αέναες γονιδιακές μεταμορφώσεις του ιού. Οι περισσότερες από τις ανοσολογικές απαντήσεις του ξενιστούθ στρέφονται κατά της αιμογλουτινίνη.

ο ιός της ινφλουένζας Α (Η1Ν!).

Οι γονιδιακές μεταβολές του ιού είναι υπεύθυνες για τις μικρο(παν)δημίες, εφόσον οι γονιδιακές μεταλλάξεις του ιού συνεπάγονται μείωση της ανοσάις στην κοινότητα, ενώ οη αντιγονική του σταθερότητα, ενέχεται για περιορισμένο αριθ΄.ο κρουσμάτων. Εξάρχεις σοβαρής νόσου εμφανίζονται κάθε 10-30 χρόνια, κατά τις οποίες τα παιδιά προσβάλλονται ενωρίτερα από τους ενήλικες, επί των οποίων η επίπτωση ανέρχεται στο 50-75%. Η θνητότητα της νόσου ανέρχεται σε 10.000 θανάτους/έτος και το οικονομικό κόστος ανάλογα.

Η άμυνα του οργανισμού αφορά σδτην αύξηση της τοπικής IgA και είναι χυμική και κυτταρική. Η λοίμωξη απολήγει σε φλεγμονλη των βλεννογόνων που αναγνωρίζεται από υπεραιμία, οίδημα, και, σε σοβαρές καταστάσις, αικορραγία. Μεταδίδεται μέσω των αναπνευστικών εκκρίσεων. 

Πνευμονία μπορεί να προκληθεί αμέσως μετά την οξεία  λοίμωξη (πρωτοπαθής πνευμονία), που παράγεται από τον ιό, καθαυτόν, ή να εμφανισθεί μετά μια περίοδο βλετιώσεως και είναι αποτέλεσμα μικροβιακής επιμολύνσεως, συνήθως από πνευμονιοκοκκο, αιμόφιλο ή σταφυλόκοκκο και επιπίπτει συχνότερα στα ηλικιωμένα άτομα ή εκείνα με συνοσηρότητες, όπως χρόνιες πνευμονο-καρδιοπάθειες. σακχαρώδη διαβήτη, νεφρική ή ηπαττική ανεπάρκεια. Η πρωτοπαθής πνευμονία αναφέρεται ότι συντρέχει με αύξηση της πιέσεως στον αριστερό κόλπο.

Η κλινική εικόνα χαρακτηρίζεται αιφνίδια εμφάνιση βήχα, κυνάγχης, υπεραιμία επειπεφυκότων, καταρροή, συμφόρηση, κακουχία, πυρετό, μυαλγίες, κεφαλαλγία, Συμπτώματα και σημεία πνευμονίας είναι ασυνήθη, και η νόσος υπχωρεί χαυτόματα μετά μερικές ημέρες ή υπό υπστηρικτικά μέσα. Επανεμφάνιση των συμοπτωμάτων είναι δηλωτική  πνευμονίας, αν και ακτινολογικά ευρήματα αναγνωρίζονται ακόμη κα χωρίς την επανεμφάνιση των συμπτωμάτων. Η τυπική εικόνα της ιογενούς πνευμονίας είναι εκείνηττων διάχυτων, διάμεσων διηθημάτων που διατάσσοντι κατά νησίδες, αλλά οι δευτεροπαθείς πνευμονίες μπορεί να έχουν περισσότερο τμηματική ή  λοβαία κατανομή. Δεν αποκλείεται να εμφανισθεί ταυτόχρονα και στον ίδιο ασθενή πρωτοπαθής και δευτεροπαθής πνυεμονία. 

λήψη ρινικού επιχρίσματος

Η διάγνωση δεινεργείται με:

  • καλλιέργεια αναπνευστικών εκκρίσεων ή πνευμονικού ιστού, που απαιτεί 3-5 ημέρες, αλλά μπορεί να επισπευσθεί, άν χρησιμοποιηθούν τεχνικές ανιχνεύσεως αντιγόνων
  • τεχνικες ELIZA (:enzyme-linked immunosorbent
    assay), ή ανοσοφθορισμού, σε ρινικά ή φαρυγγικά κύτταρα που παραλαμβάνονται μέσω ξεσμάτων ή εκπλύσεων, μια τεχνική που ολοκληρώνεται σε περίπου 15 λεπτά.
  • η ανίχνευση αντιγόνου στις πνευμονικές εκκρίσεις είναι ακόμη συντομότερες, αλλά έχουν μικρότερη ευαισθησία.
  • Πέραν της υποστηρικτικής θεραπείας, προτείνεται θεραπεία με ειδικά αντιικά σκευάσματα όπως η αμανταδίνη, (100 g/kg/ημέρα, επί 5 ημέρες) ή ριμανταδίνη, για τον ιό Α, αλλά πρέπει να χορηγηθούν στα πρώιμα στάδια, εντός 48ώρου από της εμφανίσεως των συμπτωμάτων. 
  • Η ζαναμιβίρη (εισπνεόμενη) και η οσελταμιβίρη (χορηγούμενη peros)  είναι αναστολείς της νευροαμινιδάσης, έχουν δράση τόσο έναντι του ιού Α, όσο και έναντι του ιού Β. Και τα δύο φάρμακα έχουν δράση, μόνο εφόσον χορηγηθούν έγκαιρα, σε διάστημα μικρότερο των 2 ημερών, από της ενάρξεως των συμπτωμάτων. Έχει γνωστεί ότι τα συμπτώματα της γρίππης υποχωρούν 1-1.5 ημέρες ενωρίτερα, επί θεραπευομένων ατόμων, παρ΄ό,τι επί ατόμων υπό εικονική θεραπεία. Η νοσηρόττηα και η θνητότητα είναι υψηλές και οι ασθενείς μπορεί να εμφανίσουν επιδείνωση μέχρι της αναπτύξεως ARDS (που μαζί με την εισρόφηση αποτελούν κύριο παθογενετικό αίτιο), Στις περιπτώσεις αυτές, ο κίνδυνος αναπτύξεως δευτεροπαθούς πνυεμονίας είναι αυξημένος. 
  • Προφυλακτικά, χορηγούνται εμβόλια παρακευασμένα από ζώντες ιούς, αδρανοποιημένους, τα στελέχη των οποίων τροποποιούνται κάθε χρόνο, προκειμένου να προασαρμόζονται στις αντιγονικές μεταβολές του ιού. Διασφαλίζουν 50-80% προστασία από την λοίμωξη και 30-65% μείωση των εισαγωγών για επιπλοκές της γρίππης, και θανάτους μεταξύ των ηλικιωμένων. Επομένως, ο εμβολιασμός συνιστάται για όλα τα άτομα, ηλικίας >65 ετών, για όλα τα άτομα που έχουν χρόνιες πνευμο-κάρδιο-ήπατο-νεφροπάθειες και για τους ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη, ανεξάρτητα ηλικίας και για τα άτομα που κοινοβιούν σε οίκους φιλοξενίας, περιθάλψεως. και στους εργαζόμενους εκεί. Προφυλακτική χορήγηση αμανταδίνης επί 2 εβδομάδες, μετά τον εμβολιασμό έχει προταθί σε άτομα με υψηλό κίνδυνο νοσήσεως, προκειμένου να εξασφαλιστεί προστασία κατά το στάδιο της ανεργίας.