Μακροφάγα καπνιστών

Σημαντικές μεταβολές έχουν επανειλημμένα διαπι­στω­θεί τόσο στον πληθυσμό των μακροφάγων στον πνευμονικό ιστό, όσο και κατά τις μελέτες απομονωμένων κυττάρων, πχ., μετά βρογχοκυψελιδική  έκπλυση. Σε ιστολογικά υγιείς πνεύμονες καπνιστών ανιχνεύεται μεγάλος αριθμός κΜ και κατά την πρώιμη βρογχιολίτιδα των καπνιστών ανιχνεύεται μεγάλος αριθμός χρωματισμένων κΜ, που πληρούν τις κυψελίδες και τα μικρά βρογχιόλια. Δεν έχει, όμως, διευκρινισθεί εάν η μεγάλη αυτή αύξηση του κυτταρικού πληθυσμού στους αεροχώρους των πνευμόνων καπνιστών, οφείλεται σε επίταση της εισροής κΜ από τα πνευμονικά τριχοειδή ή σε αυξημένη αναπαραγωγή τους μέσα στο πνευμονικό παρέγχυμα ή σε επιβράδυνση της απομακρύνσεώς τους ή, τέλος, σε συνδυασμό των τριών λειτουργιών. Η βρογχοκυψελιδική έκπλυση με φυσιολογικό ορό σε θερμοκρασία σώματος, υποτμηματικών περιοχών του πνεύμονος, με τη βοήθεια ευκάμπτου βρογχοσκοπίου ή ειδικού καθετήρα, επιτρέπει τη γρήγορη και ασφαλή συλλογή κυψελιδικών εκκρίσεων και κυττάρων απο φυσιολογικά άτομα και καπνιστές. Η τεχνική αυτή έχει επιτρέψει τη λεπτομερή μελέτη των κΜ από πολλούς ερευνητές, οι οποίοι έχουν καταλήξει σε τυπικά συμπεράσματα. Η βρογχοκυψελιδική έκπλυση εκτελείται με την προσεκτική ενσφήνωση του άκρου του βρογχοσκοπίου στον αυλό ενός οριζόντια ή προς τα κάτω φερομένου υποτμηματικού βρόγχου, αντιστοιχισμένου μεγέθους, την έκχυση 30-60 cc ισοτόνου χλωριονατριούχου διαλύμματος και την άμεση επαναρρόφησή του. Η “έκπλυση” αυτή επαναλαμβάνεται 5-6 φορές. Όλοι οι ερευνητές έχουν διαπιστώσει τριπλή ως τετραπλή αύξηση του αριθμού των κυττάρων που παραλήφθηκαν με τις εκκρίσεις από τους καπνιστές, σε σχέση με τους μη καπνιστές, προς επιβεβαίωση της διαπιστώσεως αυξημένου κυτταρικού πληθυσμού στους αεροχώρους των πνευμόνων καπνιστών, κατά τις παθολογοανατομικές μελέτες.

Τα  κΜ των καπνιστών είναι μεγαλύτερα και τα περισ­σό­τε­ρα από αυτά περιέχουν μια φαιά χρωστική, καθώς ακόμη και διάφορα κυτταροπλασματικά έγκλειστα. Τα κΜ πειραματοζώων που εκτέθηκαν σε όμοιες συνθήκες καπνίσματος, παρουσιάζουν παρόμοια έγκλειστα. Η πο­σό­τητα της εμπεριεχομένης πρωτεΐνης ευρίσκεται, επίσης, αυξημένη, όπως αναμένεται, λόγω της αυξήσεως του μεγέθους των κυττάρων. Πρέπει να σημειωθεί ότι η αύξηση του μεγέθους δεν αφορά όλα τα κΜ των καπνιστών. Μερικά από αυτά είναι πολύ μεγάλα, ενώ άλλα δεν εμφανίζουν διαφορές στο μέγεθος από τα κύτταρα μη καπνιστών. Τα λυτικά λυσοσωμιακά ένζυμα ευρίσκονται αυξημένα στα κΜ των καπνιστών. Τόσο τα ενδοκυττάρια λυσο­σω­μιακά ένζυμα τα οποία συμμετέχουν στην πέψη των φαγοκυτταροθέντων σωματιδίων, όπως η β-γλυκουρονιδάση, όσο και τα διαρρεύσαντα στο περιβάλλον των κυττάρων ένζυμα, όπως η ελαστάση και η λυσοζύμη, ευρίσκονται αυξημένα κατά δύο μέχρι εικοσιπέντε φορές, στην ομάδα των καπνιστών. Διαπιστώνεται, με άλλα λόγια, ότι τα δυνητικά ιστοτοξικά ένζυμα ευρίσκονται αυξημένα κατά κύτταρο στα αριθμητικά αυξημένα επίσης κΜ των καπνιστών, συγκριτικά με τα κΜ των μη καπνιστών. Τα κΜ εμφανίζουν μεγαλύτερη μεταβολική δραστηριότητα συγκριτικά με τα κύτταρα των μη καπνιστών. Η κατανάλωση Ο2 είναι ελαφρά μόνο μεγαλύτερη κατά την ανάπαυση των κυττάρων των καπνιστών και αυξάνεται σημαντικά κατά την περίοδο της φαγοκυτταρώσεως. Η κατανάλωση γλυκόζης είναι επίσης μεγαλύτερη επί των κΜ των καπνιστών.

Πρέπει να τονισθεί ιδιαίτερα ότι, παρά το μεγαλύτερο μέγεθος, την αύξη­ση των συγκεντρώσεων των λυσοσωμιακών ενζύμων και την επίταση της μεταβολικής δραστηριότητας, η λειτουργική απόδοση των κΜ των καπνι­στών, ως φαγοκυτταρικών στοιχείων, φαίνεται ισότιμη ή και ελαφρά χειρό­τε­ρη, συγκριτικά με την απόδοση των μη καπνιστών. Η ικανότητα λύσεως των φαγοκυτταρουμένων μικροβίων, όμως, είναι σημαντικά ασθενέστερη επί των κΜ των καπνιστών.

 

επιστροφή